Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας
Στις αρχές της πρώτης δεκαετίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζεται στη διεθνή αγορά για πρώτη φορά ένα νέο καπνιστικό προϊόν, το τσιγάρο με φίλτρο, απόρροια μάλλον των ανησυχιών που διατυπώνονται έντονα από διάφορους φορείς υγείας αυτή την εποχή και αφορούν τις επιβλαβείς επιπτώσεις του καπνίσματος. Η διάδοσή του μεταπολεμικά φαίνεται πως αποτέλεσε το έναυσμα για τεχνολογικές αλλαγές στη βιομηχανία τσιγάρων. Οι μεγάλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές βιομηχανίες τσιγάρων επιδόθηκαν σε μια νέα φάση εκσυγχρονισμού: ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, -με σημαντικότερη καινοτομία τις μηχανές παραγωγής τσιγάρων με φίλτρο- αλλά και υιοθέτηση νέων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας στο σύνολό της.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις που παρατηρούνται στον κλάδο της βιομηχανίας τσιγάρων στην Ευρώπη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και το αυξημένο επιχειρηματικό ενδιαφέρον για την επιστημονική διαχείριση της εργασίας φαίνεται πως προκάλεσαν την αναβάθμιση του ρόλου των «ειδικών» που είχαν ως αντικείμενο μελέτης τις συνθήκες εργασίας, την υγεία και ασφάλεια στους χώρους εργασίας. Η έννοια των μετρήσεων, των καταγραφών, των συστηματικών μελετών και ταξινομήσεων του εργατικού δυναμικού από τους «ειδικούς», καθώς επίσης και το ζήτημα της πρόληψης για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία μέσα στους εργασιακούς χώρους, συνδέεται με το αίτημα για αύξηση της παραγωγικότητας και «επιστημονική οργάνωση της εργασίας».
Στην Ελλάδα, οι μεγάλες βιομηχανίες τσιγάρων έχοντας γνώση των αλλαγών που συντελούνται στον κλάδο σε διεθνές επίπεδο αυτή την εποχή, επιδίωξαν να αναβαθμίσουν τον τεχνολογικό και μηχανολογικό τους εξοπλισμό. Προμηθεύτηκαν νέα μηχανήματα, με κυριότερα τις φιλτρομηχανές, προκειμένου να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα και στις νέες καπνιστικές συνήθειες που είχαν ξεκινήσει στην Ευρώπη λίγο νωρίτερα, με τη δημιουργία ενός νέου τύπου τσιγάρου: του τσιγάρου με φίλτρο. Παράλληλα, αναζήτησαν και αυτές μεθόδους επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας προκειμένου να επιτευχθεί η αύξηση της παραγωγικότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος και ο λόγος των «ειδικών» -μηχανικών, τεχνικών συμβούλων, συμβούλων επιχειρήσεων και ιατρών εργασίας- που έχουν ως αντικείμενο τους όρους, τις συνθήκες εργασίας, την υγεία και ασφάλεια στους χώρους εργασίας, μοιάζει να αναβαθμίζεται.
Στο προτεινόμενο ερευνητικό έργο θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε, μέσα από μια συγκριτική οπτική μεταξύ των εργοστασίων τσιγάρων της Ελλάδας και των καπνοβιομηχανιών άλλων χωρών, το ζήτημα των επιπτώσεων που προκαλεί η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας και οι οργανωτικές μεταβολές στη διαμόρφωση των επαγγελματικών ειδικοτήτων και στη συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων στο χώρο παραγωγής. Η διερεύνηση των στάσεων, των λόγων και των πρακτικών των «ειδικών», καθώς και των εργαζομένων και των επαγγελματικών σωματείων, γύρω από τα θέματα που θίχτηκαν παραπάνω, αποτελεί επίσης ένα ζήτημα που θα μας απασχολήσει.
Ημερίδα
«Τεχνολογικές και οργανωτικές μεταβολές στην ελληνική καπνοβιομηχανία κατά τον 20ο αιώνα»
Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020
Τόπος διεξαγωγής: Ιστορικό Αρχείο ΕΚΠΑ
(Σκουφά 45, Κολωνάκι)
Η ημερίδα πραγματοποιείται στο πλαίσιο της έρευνας με τίτλο «Τσιγάρα με φίλτρο… Επιχειρηματικές στρατηγικές, τεχνολογικές αλλαγές και οργανωτικές καινοτομίες στην ελληνική βιομηχανία τσιγάρων, 1945-1973» η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2019.
Πρόγραμμα
15.00-16.30, Α΄ συνεδρία
Προεδρείο/σχολιασμός: Λήδα Παπαστεφανάκη
Χρήστος Καραμπάτσος, Η γοητεία του Αυτόματου: Οι καπνοβιομήχανοι, οι εργάτες, οι ιστορικοί και η πρώτη εισαγωγή «αυτόματων» μηχανών στην ελληνική σιγαροποιία (1890-1920)
Νίκος Αλέξης, Η πρώτη εκμηχάνιση της ελληνικής σιγαροποιίας: από την ανάδυση του ζητήματος των μηχανών στην πολιτική των αποζημιώσεων
Συζήτηση
16.30-16.45, Διάλειμμα
16.45-18.45, Β΄ συνεδρία
Προεδρείο/σχολιασμός: Σωκράτης Πετμεζάς
Θανάσης Μπέτας, Τσιγάρα με φίλτρο. Η βιομηχανία τσιγάρων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Νίκος Λεωνιδάκης, Μεταξύ κράτους και αγοράς, θεάσεις της μεταπολεμικής κρατικής χρηματοδότησης στον κλάδο του καπνού
Ευφροσύνη Ρούπα, H οικονομική σημασία των κυτίων σιγαρέτων και η επίδρασή τους στην ελληνική συσκευασία και γραφιστική
Συζήτηση
18.45-19.00, Διάλειμμα
19.00-20.30, Γ΄ συνεδρία
Προεδρείο/σχολιασμός: Ευγενία Μπουρνόβα
Γιάννης Στογιαννίδης, Αρχειακά ερωτήματα για την ιστορία του τσιγάρου: διαφήμιση και υγεία
Χρήστος Στεφανόπουλος, Πολλαπλές θεωρήσεις και αναθεωρήσεις για τη σχέση καπνίσματος καρκίνου μετά τον πόλεμο, 1950-1970
Συζήτηση
21.00, Λήξη εργασιών ημερίδας
Συμμετέχοντες
Νίκος Αλέξης, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Χρήστος Καραμπάτσος, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας
Νίκος Λεωνιδάκης, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Θανάσης Μπέτας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες & Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ευγενία Μπουρνόβα, Καθηγήτρια, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΕΚΠΑ
Λήδα Παπαστεφανάκη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας & Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας
Σωκράτης Πετμεζάς, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας & Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας
Ευφροσύνη Ρούπα, Ιστορικός εφαρμοσμένων τεχνών
Χρήστος Στεφανόπουλος, Υποψήφιος Διδάκτορας Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Γιάννης Στογιαννίδης, Ιστορικός, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Πανεπιστημίου Δυτ. Αττικής
Πρόγραμμα Ημερίδας (PDF)
Αφίσα Ημερίδας (JPG)
Έρευνα: «Τσιγάρα με φίλτρο… Επιχειρηματικές στρατηγικές, τεχνολογικές αλλαγές και οργανωτικές καινοτομίες στην ελληνική βιομηχανία τσιγάρων, 1945-1973»
Ερευνητής: Δρ. Θανάσης Μπέτας
Η έρευνα «Τσιγάρα με φίλτρο… Επιχειρηματικές στρατηγικές, τεχνολογικές αλλαγές και οργανωτικές καινοτομίες στην ελληνική βιομηχανία τσιγάρων, 1945-1973» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2019.
Το ερευνητικό έργο «Τσιγάρα με φίλτρο» παρακολουθεί μέσα από μια συγκριτική οπτική μεταξύ των εργοστασίων τσιγάρων της Ελλάδας και των καπνοβιομηχανιών άλλων χωρών, τις τεχνολογικές και οργανωτικές μεταβολές που συντελούνται στον κλάδο της καπνοβιομηχανίας κατά τις δυο πρώτες δεκαετίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Διερευνά τους παράγοντες που προκαλούν την τεχνολογική αλλαγή και την υιοθέτηση νέων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής και εξετάζει τις επιπτώσεις που αυτές επιφέρουν στην εργασία. Στην έρευνά μου τοποθέτησα τον εργοστασιακό χώρο στο επίκεντρο της προσοχής επιδιώκοντας να δω την ιστορική πραγματικότητα της βιομηχανικής ανάπτυξης μέσα από τον καλειδοσκοπικό φακό της διεπιστημονικότητας. Τα φάσματα της ιστορίας της εργασίας, της τεχνολογίας, του φύλου και της υγείας θεωρώ ότι μπορούν να μάς επιτρέψουν να αποκαλύψουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές του παρελθόντος. Η συνύπαρξη τόσων πεδίων της ιστοριογραφίας δεν θα ήταν εφικτή, χωρίς αυτή την ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης. Η ενασχόληση με μία παρελθούσα μορφή της παραγωγικής οικονομίας και με τη διαχείριση των εργασιακών συνθηκών δημιουργεί τους απαραίτητους διαύλους ανάμεσα στις επιστήμες της διοίκησης, του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, των οικονομικών σπουδών και των ανθρωπιστικών σπουδών. Έτσι, επιχειρώ να απαντήσω στα ερωτήματα, του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, του έμφυλου διαχωρισμού της εργασίας και της βιομηχανικής υγιεινής μέσα από μία οικονομική διάσταση της ιστορικής πραγματικότητας.
Η έρευνα στηρίχτηκε κυρίως σε αρχειακό υλικό των ελληνικών Καπνοβιομηχανιών, όπως Τεχνικές Εκθέσεις, πρακτικά διοικητικών συμβουλίων, αρχεία εργατικών σωματείων, φωτογραφικό υλικό και ποικίλο αρχειακό υλικό. Αξιοποιήθηκε, επίσης, αρχειακό υλικό από το Αρχείο του Διεθνούς Κέντρου Κοινωνικής Ιστορίας του Άμστερνταμ. Πρόκειται για πρακτικά διεθνών συνεδρίων των συνδικάτων των εργαζομένων στον τομέα της βιομηχανίας τσιγάρων κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Το πολύτιμο αυτό υλικό μου πρόσφερε τη δυνατότητα να αποκομίσω πληροφορίες σχετικά με την εικόνα του κλάδου της βιομηχανίας τσιγάρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στις συνθήκες και στους όρους εργασίας σε μεγάλες καπνοβιομηχανίες της Ευρώπης εντάσσοντας έτσι στη μελέτη μου τη συγκριτική οπτική.
Η τεχνολογική πρόοδος, όπως έχει επισημανθεί από την ιστοριογραφία, δεν είναι μια ήπια, ισορροπημένη διαδικασία. Αντίθετα, η αλλαγή εμπεριέχει πάντοτε ένα δαιμονικό στοιχείο, δεν δημιουργεί μόνο αλλά καταστρέφει. Καθώς η τεχνολογική αλλαγή δεν είναι μια διαδικασία που συμβαίνει αυτόματα, συνεπάγεται την εκτόπιση των καθιερωμένων μεθόδων, πλήττει εδραιωμένα συμφέροντα, ενώ συχνά επιφέρει σοβαρές μετατοπίσεις ανθρωπίνων πόρων.[1] Η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στο χώρο της παραγωγής αναμφισβήτητα δημιουργεί νέες καταστάσεις και δεδομένα. Η τεχνολογική εξέλιξη πράγματι οδηγεί στην «αποειδίκευση» ορισμένων εργατών. Ωστόσο, δημιουργεί την ίδια στιγμή και νέες ειδικότητες μετατοπίζοντας τις ήδη υπάρχουσες, καθώς επίσης διαμορφώνει νέες ιεραρχίες εντός του συστήματος παραγωγής. Στον κλάδο της βιομηχανίας τσιγάρων -τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα-, η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα σήμαινε τη μετατροπή και την εναρμόνιση της οργάνωσης της παραγωγής με βάση το φύλο.[2] Γενικότερα, οι θεωρητικά (ή και οι ουσιαστικά) ειδικευμένες θέσεις εργασίας, -όσες δηλαδή απαιτούσαν τεχνικές γνώσεις- καλύπτονταν αποκλειστικά από άνδρες και εξασφάλιζαν υψηλότερες αμοιβές, κύρος και περιθώρια επαγγελματικής ανέλιξης. Αντίθετα, οι γυναίκες, -στη συντριπτική τους πλειοψηφία-, εργάζονταν σε θέσεις που θεωρούνταν υποδεέστερες στο εσωτερικό των επιχειρήσεων και αμείβονταν πολύ χαμηλότερα από τους άνδρες. Η εκτέλεση διαφορετικών εργασιών και η διαφορετική σχέση ανδρών και γυναικών με την τεχνολογία στο χώρο της παραγωγής προκαλούσε ανισότητες στην αμοιβή της εργασίας. Η κατάσταση αυτή δεν θα διαφοροποιηθεί σημαντικά την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν νέα μηχανήματα εισήχθησαν στο χώρο της παραγωγής.
Η βιομηχανία τσιγάρων εκτός Ελλάδας
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα αμερικανικά καπνά και τσιγάρα διεισδύουν με τη μορφή βοήθειας, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι χώρες της Ευρώπης εκείνη την περίοδο, στην ευρωπαϊκή ήπειρο και την «κατακτούν». Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν η μεταπολεμική σοβαρή μεταστροφή των προτιμήσεων του καπνιστικού κοινού για τα νέου τύπου τσιγάρα. Στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας η αμερικανική βιομηχανία τσιγάρων κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή τη δεκαετία εμφανίζεται για πρώτη φορά ένα νέο καπνιστικό προϊόν, το τσιγάρο με φίλτρο. Το τσιγάρο με φίλτρο, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, είναι απόρροια των ανησυχιών που διατυπώνονται έντονα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από διάφορους φορείς υγείας και αφορούν στις επιβλαβείς επιπτώσεις του καπνίσματος. Το ζήτημα των επιβλαβών επιπτώσεων του καπνίσματος στην υγεία συναντάται όλο και πιο συχνά στα διεθνή εξειδικευμένα περιοδικά γύρω από τον καπνό από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά. Οι μεγάλες αμερικανικές καπνοβιομηχανίες πρώτα, και έπειτα οι υπόλοιπες, «απαντούν» σε αυτές τις ανησυχίες εισάγοντας το φίλτρο. Έτσι, ο νέος τύπος τσιγάρου, που κυριάρχησε από την επόμενη δεκαετία παγκοσμίως, ήταν τα αμερικανικού τύπου “Blended” [χαρμάνι] και τα τσιγάρα με φίλτρο. Η διάδοση του τσιγάρου με φίλτρο μεταπολεμικά επέδρασε καθοριστικά και στους δύο κλάδους της βιομηχανίας του καπνού: καπνεργασία και σιγαροποιία. Από τη μια επέφερε σοβαρές μεταβολές στο διεθνές καπνεμπόριο, καθώς αφορούσε τη ζήτηση των διαφόρων προσφερόμενων ποιοτήτων καπνού, πέρα δηλαδή από τη χρησιμοποίηση ανοιχτόχρωμων καπνών. Παράλληλα, φαίνεται πως αποτέλεσε το έναυσμα για τεχνολογικές αλλαγές στην καπνοβιομηχανία.
Στη Μ. Βρετανία από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 εφαρμόστηκε ένα διαρκές πρόγραμμα εκμηχάνισης των μεγάλων καπνοβιομηχανιών της χώρας. Το εκτεταμένο αυτό πρόγραμμα αφορούσε κυρίως τη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής τσιγάρων της χώρας, την Imperial Tobacco Company και των δυο εργοστασίων που διέθετε (Mesers Wills και Players). Τα παλιότερα εργοστάσια και τα μηχανήματα εκσυγχρονίστηκαν, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας. Το ίδιο παρατηρείται και σε άλλες χώρες της Δ. Ευρώπης αυτή την εποχή, όπως στη Γερμανία και στην Αυστρία. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μηχανές, επισήμανε το 1964 ο Julius Schram, αναπληρωτής διευθυντής του Αυστριακού Μονοπωλίου Καπνού, ήταν η καπνοκοπτική μηχανή που λειτουργούσε με έναν άνδρα και παραγωγή 2.000 κιλά την ώρα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διάφοροι τύποι μηχανών που χρησιμοποιούνταν μέχρι πρότινος παρήγαν μέχρι 250 κιλά την ώρα, γίνεται γρήγορα κατανοητό, κατά τον Schram γιατί αυτή ήταν η πιο σπουδαία τεχνολογική εξέλιξη που συντελέστηκε στο χώρο του καπνού. Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας η εκμηχάνιση και η αυτοματοποίηση της παραγωγής τσιγάρων σε αυτές τις χώρες είχε φτάσει σε ένα τόσο ανεπτυγμένο επίπεδο, ώστε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, από την επεξεργασία του καπνού μέχρι και την παραγωγή του τσιγάρου γίνονταν αποκλειστικά με τη χρήση μηχανών, δίχως την παρέμβαση των εργατικών χεριών.[3]
Η τεχνολογική εξέλιξη στο χώρο της βιομηχανίας τσιγάρων προκάλεσε έτσι μείωση του εργατικού δυναμικού. Για παράδειγμα, στη Δ. Γερμανία, όπου η κατανάλωση τσιγάρων μεταξύ 1959-1963 αυξήθηκε κατά 32%, από 64 σε 85 δισεκατομμύρια τσιγάρα, με τη μερίδα του τσιγάρου με φίλτρο να αυξάνει από 60 σε 78%, την ίδια περίοδο, η εργατική δύναμη στη βιομηχανία τσιγάρων μειώθηκε κατά 8%, δηλαδή από 13.300 σε 12.300 εργάτες.[4] Το ζήτημα της ανανέωσης του τεχνολογικού εξοπλισμού του κλάδου της σιγαροποιίας απασχόλησε το 19ο Διεθνές Συνέδριο της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Καπνεργατών που έγινε το 1955. Η Διεθνής Συνομοσπονδία υποστήριξε πως θα έπρεπε να υιοθετηθεί μια θετική στάση, αναφορικά με το πρόβλημα της παραγωγικότητας, ενώ δεν θα έπρεπε να εναντιωθεί στην είσοδο νέων μεθόδων εργασίας και μηχανημάτων. Τόνισε ότι κάθε συνεργασία θα όφειλε να υπόκειται σε πλήρη και ειλικρινή συζήτηση μεταξύ των εργατικών σωματείων και της διοίκησης σε όλα τα στάδια. Από την πλευρά της η Ομοσπονδία των Βρετανών Καπνεργατών υποστήριξε πως η αυξανόμενη παραγωγή που η νέα τεχνολογία προκαλεί πρέπει να επιφέρει και ορισμένα οφέλη για τους εργαζόμενους και για αυτό το λόγο εξέφρασαν την πρόθεσή τους να διεκδικήσουν τη μείωση των ωρών της εργάσιμης εβδομάδας, από τις 45 στις 40 ώρες. Υποστήριξε επίσης πως πρέπει να υιοθετηθεί μια θετική στάση στην είσοδο νέων μεθόδων εργασίας και μηχανημάτων αλλά επεσήμανε πως πρέπει να γίνουν προσπάθειες για να αποφευχθεί η τεχνολογική ανεργία.
Οι απολύσεις λόγω τέτοιων αλλαγών, επισημάνθηκε, απαιτούν κατάλληλες αποζημιώσεις σε κάθε εργαζόμενο που «υποβαθμίζεται», ή απολύεται. Η αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να μην απαιτεί περαιτέρω αύξηση της ήδη αυξημένης φυσικής και πνευματικής δύναμης που απαιτεί η εργασία. Τα επακόλουθα αποτελέσματα της αύξησης της παραγωγής θα πρέπει να είναι προς όφελος της γενικότερης οικονομίας και θα πρέπει να κάνουν εφικτό ένα υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης για τους εργάτες, κατέληγε η Ομοσπονδία των Βρετανών Καπνεργατών.[5] Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας ο G. Doding, από τη Γερμανική Συνομοσπονδία Καπνεργατών, αναγνώρισε την αναγκαιότητα του εξορθολογισμού, ως ένα μέσο για την αύξηση της παραγωγικότητας και κατά συνέπεια για την ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, υποστήριξε, ωστόσο, ότι η τεχνολογική πρόοδος δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Δικαιολογείται μόνο, τόνισε, εφόσον υπηρετεί τους εργάτες και τις εργάτριες και δεν σκοπεύει μόνο στη μεγαλύτερη παραγωγή και στα υψηλότερα κέρδη, αλλά στην κοινωνική πρόοδο.[6]
Σχεδόν ταυτόχρονα εγείρονται προβληματισμοί και συζητήσεις σχετικά με τις επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων από την έλευση της νέας τεχνολογίας και των καινοτόμων μεθόδων οργάνωσης της εργασίας. Στις διαπραγματευτικές συμφωνίες μεταξύ εργατών και εργοδοτών στις μεγάλες καπνοβιομηχανίες της Δ. Ευρώπης στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αναδείχθηκε το ζήτημα της προστασίας της υγείας των εργαζομένων στους χώρους εργασίας. Τα εργατικά συνδικάτα διεκδικούσαν περισσότερα διαλείμματα εντός του εργάσιμου χρόνου, καθώς, όπως υποστήριζαν, η εργασία που διεξαγόταν πλέον αποκλειστικά με τα νέα σύγχρονα μηχανήματα και είχε μετατρέψει τους εργάτες σε χειριστές αυτών, μπορεί να μην απαιτούσε, όπως στο παρελθόν, αυξημένη μυϊκή δύναμη αλλά αντίθετα εξασθένιζε το νευρικό σύστημα των χειριστών των μηχανών, αφού η εργασιακή διαδικασία απαιτούσε μεγαλύτερη προσήλωση και επικέντρωση. Προκειμένου να προστατευθεί η υγεία των εργαζομένων ο G. Doding, πρόεδρος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Καπνεργατών, πρότεινε την καθιέρωση πεντάλεπτων διαλλειμάτων κάθε 55 λεπτά εργασίας σε όλα τα τμήματα της παραγωγής ή ανάλογες ενέργειες που αποσκοπούσαν στην ανάπαυση των εργατών, την καθιέρωση εναλλακτικού χειριστή στις μηχανές και τέλος περισσότερες πληρωμένες διακοπές για ανάπαυση των χειριστών των μηχανών.[7]
Η ανησυχία για την επιβάρυνση της υγείας των εργαζομένων λόγω των τεχνολογικών αλλαγών στην καπνοβιομηχανία διατυπώθηκε και από τους ειδικούς, δηλαδή από γιατρούς που εργάζονταν στις μεγάλες βιομηχανίες τσιγάρων της Δ. Ευρώπης. Οι αλλαγές που επέφερε η τεχνολογική πρόοδος είχαν ως αποτέλεσμα τη μετάβαση από τη χειρωνακτική εργασία στην πνευματική, μετατοπίζοντας το βάρος εργασίας από τη φυσική δύναμη στη δύναμη των νεύρων και προσθέτοντας πρόσθετο άγχος, επισημαίνουν οι ειδικοί, ιατροί εργασίας και οι ιατρικοί σύμβουλοι που εργάζονταν για λογαριασμό των μεγάλων εταιρειών που έδρευαν σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπως λόγου δρ. Weber, ιατρικός σύμβουλος της British-American Tobacco Co, στο εργοστάσιό της στο Αμβούργο της Γερμανίας. Καθώς οι απαιτήσεις αυξάνονται, συνεχίζει, η σημασία της ιατρικής επιστήμης στο πεδίο της βιομηχανικής υγείας είναι καταλυτική. Σκοπός της είναι να αντλήσει από τον εργαζόμενο στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, και να διατηρήσει το φυσικό, πνευματικό και κοινωνικό πλούτο των εργατών και να εμποδίσει την ανάπτυξη κινδύνων για την υγεία των εργατών που προέρχονται από την έκθεσή τους στη βιομηχανική εργασία. Η ιατρική επιστήμη στο πεδίο της βιομηχανικής υγείας οφείλει να προστατέψει τους εργαζόμενους από τέτοιους κινδύνους και να εξασφαλίσει ότι η εργασία χωριστά για κάθε εργάτη ανταποκρίνεται στις φυσικές και ψυχολογικές ικανότητές του, ότι δηλαδή είναι «σύμφυτη με τις σωματικές, πνευματικές και ψυχολογικές δυνάμεις». Κοντολογίς, καταλήγει ο ιατρικός σύμβουλος της British-American Tobacco Co, ο σκοπός της είναι «να προσαρμόσει την εργασία στα ανθρώπινα είδη και κάθε ανθρώπινο είδος στην εργασία του».[8]
Υποστηρίχθηκε, γενικότερα, από τους «ειδικούς», από τον επίσημο ιατρικό λόγο, πως η ιατρική επιστήμη στο πεδίο της βιομηχανικής υγείας όφειλε να προστατέψει τους εργαζόμενους από τέτοιους κινδύνους και να εξασφαλίσει ότι η εργασία χωριστά για κάθε εργάτη ανταποκρίνεται στις φυσικές και ψυχολογικές ικανότητές του. Στην Ευρώπη, λοιπόν, τα εργατικά συνδικάτα και οι ειδικοί εκφράζουν την ανησυχία τους για την υγεία των εργαζομένων στα εργοστάσια τσιγάρων. Οι απόψεις, ωστόσο, των δύο φαίνεται πως εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες. Αν δηλαδή τα συνδικάτα διεκδικούσαν καλυτέρευση των όρων εργασίας -λιγότερο εργάσιμο χρόνο και περισσότερη ξεκούραση- κάτι που θεωρούσαν ότι η τεχνολογική πρόοδος μπορούσε να τους προσφέρει, οι «ειδικοί» αναζητούσαν τρόπους και μεθόδους προκειμένου να καταστήσουν τους εργάτες περισσότερο παραγωγικούς.
Η ελληνική βιομηχανία τσιγάρων
Τι συμβαίνει την ίδια περίοδο, τις δυο πρώτες δηλαδή μεταπολεμικές δεκαετίες στο χώρο της ελληνικής βιομηχανίας τσιγάρων; Πως αντιδρούν οι ελληνικές επιχειρήσεις στα νέα δεδομένα στο χώρο της παραγωγής τσιγάρων και στις νέες προκλήσεις της μεταπολεμικής εποχής;
Η περίοδος της Κατοχής υπήρξε καταστροφική για την ελληνική βιομηχανία τσιγάρων στο σύνολό της, καθώς προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στις εγκαταστάσεις και στα αποθέματα καπνών. Το ζητούμενο αμέσως μετά τον Πόλεμο ήταν η εξασφάλιση κεφαλαίων προκειμένου να επιτευχθεί η ανασυγκρότησή της. Το πρώτο διάστημα μετά την απελευθέρωση, η βιομηχανία τσιγάρων υποχρεώθηκε συχνά να καταφύγει σε επαχθείς εξωτραπεζικές πηγές χρηματοδότησης, προκειμένου να εξασφαλίσει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις επαναλειτουργίας, καθώς δεν έτυχε την οικονομική ενίσχυση από τα κεφάλαια της αμερικανικής βοήθειας.[9] Γενικότερα, ο κλάδος της ελληνικής βιομηχανίας τσιγάρων στο σύνολό του, χρηματοδοτήθηκε μεταπολεμικά από τη Νομισματική Επιτροπή αποκλειστικά και μόνο για την αγορά ελληνικών καπνών, κάτι που μαρτυρά πως συνεχίζεται εδώ η πολιτική του Μεσοπολέμου για την υποστήριξη της αγροτικής παραγωγής.[10] Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 παρατηρείται συγκεντροποίηση της ελληνικής σιγαροποιίας, απόρροια της εφαρμογής του νομοθετικού διατάγματος 2946/1954 που απέβλεπε στην «εξυγίανση» του κλάδου. Το άρθρο 4 όριζε πως οι καπνοβιομηχανίες που είχαν συσταθεί πριν της 1-1-1949, των οποίων η μέση μηνιαία παραγωγή δεν ξεπέρασε το 1953 τα 25.000 κιλά τσιγάρα μπορούσαν να εξέλθουν του επαγγέλματος. Για το σκοπό αυτό δόθηκε, με το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα, η ευχέρεια της εθελούσιας εξόδου στους μικρούς βιομηχάνους, με την εξαγορά από το κράτος των μηχανημάτων τους και της αποζημίωσης του προσωπικού τους.[11] Περίπου 38 επιχειρήσεις έκλεισαν, 150 σιγαροποιητικές, καπνοκοπτικές και διάφορες άλλες μηχανές –πεπαλαιωμένες οι περισσότερες- συγκεντρώθηκαν σε κρατικές αποθήκες και περισσότεροι από 400 εργάτες και υπάλληλοι, αφού αποζημιώθηκαν, «οδηγήθηκαν» στα Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας. Από τις 38 αυτές επιχειρήσεις οι 16 βρίσκονταν στην Αθήνα, οι 5 στη Θεσσαλονίκη, 3 στην Κέρκυρα, δύο στην Πάτρα και από μία στην Καλαμάτα, στην Παραμυθιά, στα Ιωάννινα, στις Σέρρες, στο Αγρίνιο και στο Ηράκλειο.[12]
Ο τεχνολογικός εξοπλισμός ενός τμήματος της ελληνικής βιομηχανίας τσιγάρων ανανεώθηκε και αυξήθηκε ως ένα βαθμό μεταπολεμικά για να ανταποκριθεί στην αύξηση της παραγωγής. Οι καπνοβιομηχανίες –κυρίως του Παπαστράτου αλλά και του Κεράνη και του Καρέλια-, ανανέωσαν και εκσυγχρόνισαν τον τεχνολογικό εξοπλισμό τους. Η βιομηχανία τσιγάρων των «Αφών Παπαστράτου» ανασυγκροτήθηκε με ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, εκπαίδευση του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες και εισαγωγή στην αγορά νέων «σημάτων» (μάρκες τσιγάρων) που αποκρίνονταν στις ανάγκες του κοινού. Παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις στο χώρο του καπνίσματος η “Παπαστράτος” φέρνει στην Ελλάδα το φίλτρο καθιερώνοντας και εδώ νέες καπνιστικές συνήθειες, απόρροια των ανησυχιών που διατυπώνονται έντονα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στο εξωτερικό και στη συνέχεια και στην χώρα μας από διάφορους φορείς υγείας και αφορούν στις επιβλαβείς επιπτώσεις του καπνίσματος. Το τσιγάρο με φίλτρο παράχθηκε στην Ελλάδα το δεύτερο εξάμηνο του 1957 από την “Παπαστράτος” με τα σύγχρονα μηχανήματα κατασκευής φίλτρου που προμηθεύτηκε η Εταιρία από το εξωτερικό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 τα περισσότερα τμήματα της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτου λειτουργούν με αυτόματο ή ημιαυτόματο εξοπλισμό. Η μεταφορά των προϊόντων στα παραγωγικά τμήματα διεξαγόταν με ειδικό σύστημα αυτοκινούμενης ταινίας. Τα προς εξαγωγή τσιγάρα τύπου φίλτρου συσκευάζονταν σε ειδικά μεταλλικά δοχεία.[13] Ωστόσο, αυτή την εποχή το 1957 στον Παπαστράτο συνυπάρχουν δυο τρόποι οργάνωσης της εργασίας: χειρωνακτικός και αυτοματοποιημένος. «…… Όπου λείπει το αυτόματο μηχάνημα κυρίως σε ότι αφορά τη διαδοχική κατασκευή του σιγαρέτου, είναι η πείρα και η ταχύτητα του εργάτη και της εργάτριας που καταπλήσσει με πλήρες οργανωμένο σύστημα, που αγγίζει τα όρια του αυτοματισμού. Αυτόματος μηχανικός τρόπος εργασίας υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον μέχρι το σημείο που φτάνει ο καπνός κομμένος προς σιγαροποίηση», διαβάζουμε σε αφιέρωμα του Οικονομικού Ταχυδρόμου τον Μάιο του 1957 που αφόρα στην καπνοβιομηχανία.[14] Αντίστοιχες καταστάσεις παρατηρούνται και στα άλλα εργοστάσια τσιγάρων της χώρας.
Στην ελληνική καπνοβιομηχανία ακόμα και όταν εισήχθησαν νέα μηχανήματα σε διάφορα στάδια της παραγωγής, οι παλιοί –παραδοσιακοί- τρόποι και μέθοδοι εργασίας που στηρίζονταν αποκλειστικά στη χειρωνακτική εργασία, συνέχισαν να συνυπάρχουν με τους νέους. Στα τμήματα όπου συναθροιζόταν ο κύριος όγκος της γυναικείας εργασίας –πακεταρίσματος, κυτιοποιίας και δεματοποίησης- η εργασία διεξαγόταν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο για πολλές δεκαετίες. Όταν εισήχθησαν νέα μηχανήματα εργάτριες απολύθηκαν, ενώ κάποιες άλλες απασχολήθηκαν σε αυτά. Η «κυριαρχία», ωστόσο, των εργατριών που ασκούσαν χειρωνακτική εργασία ήταν αναμφισβήτητη και σ’ αυτές ακριβώς συνέχισε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η παραγωγική διαδικασία. Έτσι, ο έμφυλος και ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας συνεχίζει και στη μεταπολεμική εποχή να είναι ο βασικός παράγοντας που προσδιόριζε τους διαφορετικούς ρόλους μεταξύ των εργατών και των εργατριών στην παραγωγική διαδικασία στην ελληνική καπνοβιομηχανία. Οι πιο αναβαθμισμένες ειδικότητες, που απαιτούσαν τεχνογνωσία συνέχιζαν να καλύπτονται αποκλειστικά από άνδρες, ενώ οι γυναίκες, μαζί με λίγους άνδρες ανειδίκευτους εκτελούσαν ‘υποδεέστερες’ θεωρητικά εργασίες.[15] Αυτές οι πολυεπίπεδες ρυθμίσεις της παραγωγικής διαδικασίας αναδύονταν προκειμένου να περιοριστεί το κόστος. Δεν πρόκειται για μια ιδιαιτερότητα που αφορά αποκλειστικά την ελληνική καπνοβιομηχανία. Η συνύπαρξη διαφορετικών τύπων οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγικής διαδικασίας παρατηρείται και σε άλλα εργοστάσια τσιγάρων σε διαφορετικά χωροχρονικά πλαίσια. Για παράδειγμα, η Ratna Saptari, μελετώντας τη σιγαροβιομηχανία στην Ιάβα, επισημαίνει μια τέτοια συνύπαρξη κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Δυο διαφορετικοί τύποι παραγωγής, ο παλιός, «απλός», και ο νέος, ο πιο εκμηχανισμένος μπορούν και συνυπάρχουν όχι απλά σαν ένα μεταβατικό στάδιο, αλλά σε μια λιγότερο ή περισσότερο σταθερή βάση.[16]
Το τοπίο για την ελληνική καπνοβιομηχανία φαίνεται να αλλάζει ουσιαστικά στη δεκαετία του 1960. Κάτω από το βάρος της όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των ομοειδών ελληνικών επιχειρήσεων –αλλά και του επικείμενου ανταγωνισμού που προκαλούσε η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ το 1961- οι μεγάλες βιομηχανίες τσιγάρων της χώρας αναζήτησαν νέες μεθόδους οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής. Οι εταιρείες επεδίωξαν να εκσυγχρονίσουν τμήματα της παραγωγικής διαδικασίας με την αγορά νέων σύγχρονων μηχανημάτων, όπως σιγαρεττοφιλτρομηχανές, μηχανήματα συσκευασίας, λιθογραφικά πιεστήρια, μηχανήματα επεξεργασίας καπνού. Η καπνοβιομηχανία Παπαστράτου διεκδικώντας θέση στις αγορές του εξωτερικού και ιδιαίτερα στις χώρες της ΕΟΚ δημιούργησε το δεύτερο εξάμηνο του 1963 νέα σήματα τσιγάρων αμερικανικού τύπου -τα οποία διέθεταν διπλό φίλτρο και συσκευάζονταν σε πολυτελή ευρωπαϊκή συσκευασία- με στόχο να ανταγωνιστεί τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά τσιγάρα. Στο ίδιο πνεύμα και η καπνοβιομηχανία Έθνος (Κεράνης) -με την προοπτική της εισόδου των ελληνικών τσιγάρων στις χώρες της κοινής αγοράς- παρήγαγε νέους τύπους τσιγάρων αμερικανικού τύπου με ειδικό φίλτρο και καπνά εξαιρετικής ποιότητας ελαφρώς αρωματικά. Τα τσιγάρα αυτά διέθεταν ειδικό πορώδες τσιγαρόχατο το οποίο λειτουργούσε ως δεύτερο φίλτρο.[17] Η καπνοβιομηχανία Καρέλια, επίσης, το 1962 επέκτεινε τις εγκαταστάσεις της. Πραγματοποίησε μια σειρά επενδύσεων συνολικού ύψους 2.000.000 δρχ. στα εργοστάσια της στην Καλαμάτα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των επενδύσεων αφορούσε την προμήθεια νέου και σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού για την επεξεργασία καπνών εκλεκτών ποιοτήτων.[18]
Σε μία άλλη μεγάλη καπνοβιομηχανία της χώρας, ωστόσο, στην καπνοβιομηχανία Ματσάγγου το επίπεδο εκμηχάνισης μέχρι και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 παρέμενε χαμηλό, οι μέθοδοι εργασίας έμοιαζαν απαρχαιωμένες και η οργάνωση της παραγωγής συνέχισε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ένταση της χειρωνακτικής εργασίας. Καθώς δεν εφαρμόστηκαν μέθοδοι επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας (γραμμή και αλυσίδα παραγωγής και συναρμολόγησης, χρονομέτρηση, μελέτη χρόνου-κίνησης κ.λπ.), ο έλεγχος της παραγωγής και της εργατικής δύναμης φαίνεται πως επιδιωκόταν με άλλες μεθόδους: με την προσωπική εποπτεία και επίβλεψη αλλά και με την «κατ’ αποκοπήν αμοιβή». Σε σχέση με τις κύριες ανταγωνίστριές της υστερούσε σημαντικά ως προς τον κτηριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό και ως προς τις μεθόδους οργάνωσης της εργασίας. Για το λόγο αυτό η νέα διοίκηση της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου –το 1964 πέρασε κάτω από τον έλεγχο της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως-έθεσε ως πρωταρχικό στόχο τον εκσυγχρονισμό όχι μόνο του μηχανολογικού, κτιριακού και τεχνολογικού εξοπλισμού της επιχείρησης αλλά και τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων της οργάνωσης τη εργασίας και διαχείρισης της εργατικής δύναμης.
Μεταξύ 1965 και 1968 κατατίθενται στην Τράπεζα μια σειρά διαπιστώσεων και προτάσεων ειδικών τεχνικών συμβούλων προκειμένου να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος. Μεταξύ άλλων υπογραμμίζεται πως για τη μείωση του κόστους παραγωγής ήταν αναγκαίο η επιχείρηση να προμηθευτεί νέα μηχανήματα, παράλληλα ν’ αξιοποιηθεί καλύτερα ο υφιστάμενος τεχνολογικός εξοπλισμός και να κατασκευαστούν νέες κτιριακές εγκαταστάσεις οι οποίες θα προσφέρονται για μια ορθολογιστική διάταξη των μηχανημάτων. Οι τεχνικοί σύμβουλοι επισημαίνουν ακόμα μια σειρά από μέτρα που θα έπρεπε να γίνουν προκειμένου να εκσυγχρονιστεί η καπνοβιομηχανία και να αυξηθεί η παραγωγική ικανότητα. Το πρώτο αφορούσε τη σύνταξη οργανογράμματος με το οποίο θα καθορίζονταν οι υπηρεσίες-θέσεις, οι αρμοδιότητες των οποίων θα ιεραρχούνταν και θα αναλύονταν κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό. Παράλληλα, κρινόταν αναγκαία η δημιουργία «πυρήνα γραφείου ελέγχου ποιότητας και χρόνου-κίνησης». Σκοπός του γραφείου ήταν ο έλεγχος της ποιότητας της παραγωγής και η συνεχής μελέτη των μεθόδων της παραγωγής με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας. Η δημιουργία κινήτρων και «μπόνους» στις αμοιβές –σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο- για τους προϊστάμενους της παραγωγής και για τους εργάτες θεωρήθηκε επίσης επιβεβλημένη ανάγκη.[19]
Στο αρχείο της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου εντοπιστήκαν –μεταξύ άλλων- και διάφορα τεύχη ενός περιοδικού που εξέδιδε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, το «Δελτιον Πηροφοριών». Το εν λόγω περιοδικό μάς επιτρέπει να δούμε ορισμένα ζητήματα που φαίνεται να απασχολούσαν τον ΣΕΒ εκείνη την εποχή (1965) δημοσιεύοντας σχετικά άρθρα γύρω από αυτά επιδιώκοντας να ενημερώσει έτσι και τις διοικήσεις των επιχειρήσεων. Στο τεύχος του Ιουλίου του 1965 θίγεται και το θέμα του εξορθολογισμού της οργάνωσης της εργασίας. Το άρθρο μάλλον κίνησε το ενδιαφέρον κάποιων ανθρώπων της διοίκησης της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου, αν κρίνουμε από τις σημειώσεις που υπήρχαν πάνω στις σχετικές σελίδες του περιοδικού. Στο τετρασέλιδο αυτό άρθρο με τίτλο «Εκστρατεία κατά της σπατάλης χρόνου στα εργοστάσια» ο ανώνυμος συντάκτης διερεύνα τις αιτίες απώλειας εργάσιμου χρόνου στα εργοστάσια και προτείνει τρόπους περιορισμού της. Σκοπός του άρθρου, σύμφωνα με τον συντάκτη του- είναι να εξακριβωθεί εάν για τα «χασομέρια» (όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Taylor to 1911 και παραπέμπει στην επιστημονική οργάνωση της εργασίας) ευθύνεται ο ίδιος ο εργαζόμενος ή η ίδια η οργάνωση της εργασίας. Στη συνέχεια του άρθρου παρουσιάζονται τρόποι και μέθοδοι, όπως το σύστημα των δειγματοληψιών εργασίας που είχε υιοθετηθεί σε εργοστάσια των ΗΠΑ, για τη βελτίωση της απόδοσης των εργαζομένων.[20] Οι τεχνικοί σύμβουλοι του Ματσάγγου φαίνεται λοιπόν να παρακολουθούν τις διεθνείς εξελίξεις όχι μόνο σε ζητήματα τεχνολογικών εξελίξεων του κλάδου αλλά και σε θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση της εργασίας και τη διαχείριση του εργατικού δυναμικού.
Παράλληλα με τις τεχνολογικές και οργανωτικές μεταβολές οι ελληνικές βιομηχανίες τσιγάρων υιοθέτησαν τη δεκαετία του 1960 νέες επιχειρηματικές στρατηγικές, προβάλλοντας συστηματικά το προϊόν, διαφημίζοντάς το δηλαδή με τα μαζικά μέσα εκείνης της εποχής, δημιουργώντας νέα ήθη και καταναλωτικές συμπεριφορές. Στη δεκαετία του 1960 και στην Ελλάδα παρατηρείται ραγδαία αύξηση της διαφήμισης που συνδέεται με τη διάδοση νέων μέσων επικοινωνίας, όπως το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος, μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προσέλκυση νέων καταναλωτών. Οι μεγάλες ελληνικές καπνοβιομηχανίες της χώρας, όπως η Παπαστράτος ΑΒΕΣ, έχουν επίγνωση αυτών των αλλαγών κατ’ επέκταση των κοινωνικών τους επιδράσεων στην καταναλωτική συμπεριφορά και χρησιμοποιούν δυναμικά τις νέες δυνατότητες για προβολή του προϊόντος που προσφέρει η διάδοση των νέων μέσων επικοινωνίας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 1964 εντός της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτου διεξήχθη επιμορφωτικό σεμινάριο με θέματα που αφορούσαν τις τεχνικές πωλήσεων και προβολής των προϊόντων των επιχειρήσεων αλλά και θεματικές που σχετίζονταν με τη διαχείριση (management) του εργατικού και υπαλληλικού προσωπικού επί θεμάτων προβολής των προϊόντων «marketing». Το σεμινάριο είχε διάρκεια ενός μήνα και το παρακολούθησαν τα 20 στελέχη του «Τμήματος Πωλήσεων και Διαχειρίσεως» της εταιρείας. Κατά τη διάρκεια αυτού του επιμορφωτικού προγράμματος αναπτύχθηκαν θέματα που αφορούσαν τις τεχνικές πωλήσεων και προβολής των προϊόντων των επιχειρήσεων αλλά και θεματικές που σχετίζονταν με τη διαχείριση (management) του εργατικού και υπαλληλικού προσωπικού. Μέσω αυτών των σεμιναρίων -τα οποία τα διοργάνωνε το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας (ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ.) σε συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις- φαίνεται πως επιδιωκόταν η μετάδοση των σύγχρονων διεθνών τάσεων και μεθόδων εμπορίας σε αυτές με σκοπό την προσαρμογή τους στα σύγχρονα δεδομένα του ανταγωνισμού. [21]
Και στη χώρα μας, όπως συνέβη στην Ευρώπη νωρίτερα, οι αλλαγές στον εξοπλισμό και στη διαδικασία παραγωγής τσιγάρων συνοδεύτηκαν από νέες μορφές βιομηχανικής οργάνωσης. Έχοντας γνώση των αλλαγών που συντελούνται στον κλάδο σε διεθνές επίπεδο μετά τον Β΄Π.Π. οι εταιρείες αναζητούν μεθόδους επιστημονικής οργάνωσης της παραγωγής, της εργασίας και διαχείρισης της εργατικής δύναμης προκειμένου να επιτευχθεί η αύξηση της παραγωγικότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος και ο λόγος των «ειδικών» -τεχνικών συμβούλων, συμβούλων επιχειρήσεων και ιατρών εργασίας- που έχουν ως αντικείμενο τους όρους, τις συνθήκες εργασίας, την υγεία και ασφάλεια στους χώρους εργασίας αναβαθμίζεται. Οι παρεμβάσεις στους χώρους εργασίας με συγκεκριμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις και μορφές είχαν σαν κύριο αντικείμενο την προετοιμασία, επιλογή και διατήρηση εκείνης της εργατικής δύναμης που ήταν αναγκαία και απαραίτητη στη διαμόρφωση και συντήρηση μιας παραγωγικής διαδικασίας που μοιάζει πολλές φορές να εντάσσεται στη λογική της εκβιαστικής προσαρμογής του ανθρώπου στα καθήκοντα εργασίας.
Η σπουδαιότητα και η πολυπλοκότητα των προβλημάτων που σχετίζονται με την προστασία της υγείας των εργαζομένων κέντρισαν το ενδιαφέρον της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας μεταπολεμικά και στην Ελλάδα. Βρήκαν ανταπόκριση στις οδηγίες-συστάσεις που κατά καιρούς διεθνείς οργανισμοί προήγαγαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, με πρώτη την οδηγία 112 του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας σχετική με τις «Υπηρεσίες της Ιατρικής της Εργασίας».[22] Οι νέες και αρκετά μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής –μεταξύ αυτών και οι καπνοβιομηχανίες- θα εισάγουν έναν νέο θεσμό: τον ιατρό εργασίας. Για πρώτη φορά δηλαδή ένας γιατρός θα παρακολουθεί και θα εξετάζει συστηματικά το προσωπικό των εργοστασίων. Ο θεσμός δεν είναι ασύνδετος από τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις. Το συνδικαλιστικό κίνημα περιλαμβάνει πλέον στον λόγο του τις «επαγγελματικές νόσους» και ζητά την προστασία του σώματος από τις ασθένειες και τα ατυχήματα. Σε αυτές τις διεκδικήσεις θα προστεθεί και το αίτημα για ένα κράτος πρόνοιας, που αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κάνει τα πρώτα βήματα του. Η ενδυνάμωση των ασφαλιστικών ταμείων από το 1950 και η καλύτερη ένταξη τους στον κρατικό μηχανισμό θα μεταβάλλει και τους όρους της συζήτησης.
Το ζήτημα της υγείας των εργαζομένων και των κινδύνων που την απειλούν στο χώρο των εργοστασίων παραγωγής τσιγάρων βρέθηκε -από τη δεκαετία του 1960 – στο επίκεντρο του διεκδικητικού λόγου των επαγγελματικών σωματείων των καπνοβιομηχανιών. προβάλλοντας αιτήματα που αφορούσαν θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Οι κίνδυνοι αυτοί «επέβαλαν», σύμφωνα με τα σωματεία, την παροχή ειδικών προνοιακών μέτρων. Για παράδειγμα, το σωματείο των εργαζομένων της καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου ζητούσε τον Απρίλιο του 1967 την υπαγωγή όλων των εργαζομένων στα βαρέα και ανθυγιεινά, την επέκταση του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας (10%) σε όλο το προσωπικό και την επάνοδο του κοινωνικού πόρου των 50 λεπτών ανά κιλό υπέρ του επικουρικού ταμείου.[23] Τα ζητήματα αυτά θα συνεχίσουν να απασχολούν και την επόμενη δεκαετία τους εργαζόμενους στον κλάδο της βιομηχανίας τσιγάρων.[24]
Συνοψίζοντας, στις αρχές της πρώτης δεκαετίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζεται στη διεθνή αγορά για πρώτη φορά ένα νέο καπνιστικό προϊόν, το τσιγάρο με φίλτρο, απόρροια μάλλον των ανησυχιών που διατυπώνονται έντονα από διάφορους φορείς υγείας αυτή την εποχή και αφορούν τις επιβλαβείς επιπτώσεις του καπνίσματος. Η διάδοσή του μεταπολεμικά φαίνεται πως αποτέλεσε το έναυσμα για τεχνολογικές αλλαγές στη βιομηχανία τσιγάρων. Οι μεγάλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές βιομηχανίες τσιγάρων επιδόθηκαν σε μια νέα φάση εκσυγχρονισμού: ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, -με σημαντικότερη καινοτομία τις μηχανές παραγωγής τσιγάρων με φίλτρο- αλλά και υιοθέτηση νέων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας στο σύνολό της. Οι τεχνολογικές εξελίξεις που παρατηρούνται στον κλάδο της βιομηχανίας τσιγάρων στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και το αυξημένο επιχειρηματικό ενδιαφέρον για την επιστημονική διαχείριση της εργασίας προκάλεσαν την αναβάθμιση του ρόλου των «ειδικών» που είχαν ως αντικείμενο μελέτης τις συνθήκες εργασίας, την υγεία και ασφάλεια στους χώρους εργασίας. Η έννοια των μετρήσεων, των καταγραφών, των συστηματικών μελετών και ταξινομήσεων του εργατικού δυναμικού από τους «ειδικούς», καθώς επίσης και το ζήτημα της πρόληψης για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία μέσα στους εργασιακούς χώρους, συνδέεται με το αίτημα για αύξηση της παραγωγικότητας και «επιστημονική οργάνωση της εργασίας».
Στην Ελλάδα, οι μεγάλες βιομηχανίες τσιγάρων έχοντας γνώση των αλλαγών που συντελούνται στον κλάδο σε διεθνές επίπεδο αυτή την εποχή, επιδίωξαν να αναβαθμίσουν τον τεχνολογικό και μηχανολογικό τους εξοπλισμό. Προμηθεύτηκαν νέα μηχανήματα, με κυριότερα τις φιλτρομηχανές, προκειμένου να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα και στις νέες καπνιστικές συνήθειες που είχαν ξεκινήσει στην Ευρώπη λίγο νωρίτερα, με τη δημιουργία ενός νέου τύπου τσιγάρου: του τσιγάρου με φίλτρο. Παράλληλα, αναζήτησαν και αυτές μεθόδους επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας προκειμένου να επιτευχθεί η αύξηση της παραγωγικότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ρόλος και ο λόγος των «ειδικών» -μηχανικών, τεχνικών συμβούλων, συμβούλων επιχειρήσεων και ιατρών εργασίας- που έχουν ως αντικείμενο τους όρους, τις συνθήκες εργασίας, την υγεία και ασφάλεια στους χώρους εργασίας, μοιάζει να αναβαθμίζεται.
Η τεχνολογική εξέλιξη στο χώρο της καπνοβιομηχανίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο φαίνεται πως απαιτούσε διαφοροποίηση των μεθόδων διαχείρισης της εργατικής δύναμης. Αν στο παρελθόν η παραγωγικότητα των εργαζομένων μπορούσε να εξασφαλιστεί μέσα από την εξάντληση της σωματικής δύναμης (φόρτο εργασίας, επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου, αδιάκοπες κινήσεις του σώματος) τώρα, στη μεταπολεμική εποχή, αναζητήθηκαν νέοι τρόποι. Η διαχείριση της εργατικής δύναμης προκειμένου αυτή να καταστεί όσο το δυνατόν πιο παραγωγική τόσο ατομικά όσο και συλλογικά απαιτούσε μια άλλη μορφή επιτήρησης και πειθαρχίας των εργαζομένων, μια άλλη μορφή άσκησης εξουσίας πάνω τους. Ο λόγος δηλαδή των ειδικών –μηχανικών, τεχνικών συμβούλων, συμβούλων επιχειρήσεων, ιατρών εργασίας- συνιστούσε μια εξουσία που αποσκοπούσε να επιβάλει μια πειθαρχία, την οποία οι εργαζόμενοι θα αποδέχονταν ή για να είμαστε πιο ακριβείς θα εσωτερίκευαν, γιατί ακριβώς δεν τους επιβαλλόταν με αυταρχικό και εξαναγκαστικό τρόπο. Μια εξουσία η οποία, όπως έχει επισημάνει ο Μισέλ Φουκώ, δεν είναι αρνητική αλλά θετική.[25]
[1] D. Landes, Ο Προμηθέας χωρίς δεσμά. Τεχνολογική αλλαγή και βιομηχανική ανάπτυξη στη δυτική Ευρώπη από το 1750 μέχρι σήμερα, (μτφ. Χρυσούλα Μεντζαλίρα), Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2009, σ. 21-26 και 62.
[2] H σιγαροποιητική μηχανή του Bonsack (κατασκευής 1881) ανήκει στις νέες τεχνολογίες της λεγόμενης Δεύτερης Τεχνολογικής Επανάστασης, όπου η τεχνολογική αλλαγή συνοδεύτηκε από έναν οριζόντιο διαχωρισμό με βάση το φύλο. Βλ. Lina Galvez Munoz, “Gender, Cigar and Cigarettes. Technological Change and Nattional Patterns”, Session 14, Technology, Gender and the Division of Labour, XIV International Economic History Congress, Ελσίνκι, Φιλανδία, 21 με 25 Αυγούστου 2006.
[3] Archives of International Institute of Social History (Amsterdam), International Federation of Tobacco Workers XIXth Congress, 1955. Resolution of Productivity and Reduction in the Working Week, Collection (ARCH) 00622.
[4] Archives of International Institute of Social History (Amsterdam), Collection (ARCH) 00653, Tobacco Workers Trade Group Conference, (International Union of Food and allied Workers’ Associations), Riva de Sole 14-16, April 1964. Item 3 of the agenda
[5] Archives of International Institute of Social History (Amsterdam), International Federation of Tobacco Workers XIXth Congress, 1955. Resolution of Productivity and Reduction in the Working Week, Collection (ARCH) 00622.
[6] Archives of International Institute of Social History (Amsterdam), Collection (ARCH)00653, Tobacco Workers Trade Group Conference, (International Union of Food and allied Workers’ Associations), Riva de Sole 14-16, April 1964, Item 6 of the agenda.
[7] Archives of International Institute of Social History (Amsterdam), Collection (ARCH)00653, Tobacco Workers Trade Group Conference, (International Union of Food and allied Workers’ Associations), Riva de Sole 14-16, April 1964, Item 6 of the agenda.
[8] Archives of International Institute of Social History (Amsterdam), Collection (ARCH)00653, Tobacco Workers Trade Group Conference, (International Union of Food and allied Workers’ Associations), Riva de Sole 14-16, April 1964, Item 4 of the agenda: Dr. Weber (Medical Officer, British-American Tobacco Co., Germany), “Consequences of technological developments for workers employed in the cigarette industry.”
[9] Β. Θασίτης, Η ελληνική βιομηχανία σιγαρέτων, εκδ. Καπνική Επιθεώρησις, Αθήνα 1961, σ. 16-17.
[10] Καπνική Επιθεώρησις, Ιούνιος 1948, τχ. 20.
[11] Κώδικας Καπνικής Νομοθεσίας στο Καπνική Επιθεώρησις, τεύχος 88, Φεβρουάριος 1954.
[12] Καπνική Επιθεώρησις, τεύχος 106, Αύγουστος 1955.
[13] Αρχείο Π.Ι.Ο.Π., Αφοί Παπαστράτου Ο. Ε. Καπνεμπορική Εταιρεία [φάκελος] GR PIOP FOA3/SE6/SS2/FI22226.
[14] Ημερησία, 28/7/1957.
[15] Θανάσης Μπέτας, “Καπνοβομηχανία Ματσάγγος εν Βόλω, 1918-1972”. Εργασία και επιβίωση στο Βόλο, αδημ. διδακτορική διατριβή, Παν/μιο Θεσσαλίας, Βόλος 2015, σ. 354-356.
[16] Ratna Saptari, «Production Systems and forms of labour control in the Javanese cigarette industry, 1920s-1930s», στο Marcen Van Der Linden and Leo Lucassen (επιμ.) Working on Labour. Essays in honor of Jan lucasen, Λαϊντεν, Βοστώνη 2012, σ. 99-121.
[17] Οικονομικός Ταχυδρόμος, 14/5/1964.
[18] Οικονομικός Ταχυδρόμος, 20/12/1962.
[19]Αρχείο Ματσάγγου, ΕΤΒΑ, Διεύθυνσις Επενδύσεων, Τμήμα Τεχνικής Βοήθειας, Εισήγησις δια τον εκσυγχρονισμόν των εγκαταστάσεων του υπάρχοντος εργοστασίου της Ελληνικής Καπνοβιομηχανίας ‘Ματσάγγος’, Μάρτιος 1968.
[20] ΣΕΒ/Δελτίον Πληροφοριών/Έτος Δ’ , Αρ. 74/31-7-1965, σ. 24-28.
[21] Οικονομικός Ταχυδρόμος, 25/6/1964.
[22] Οδηγία η οποία, ωστόσο, συμπληρώνεται πολύ αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με την 171 και 161 Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, από τις οποίες πηγάζει με σαφήνεια ο προληπτικός χαρακτήρας των υπηρεσιών της ιατρικής της εργασίας.
[23] Θεσσαλία, 16/4/1967.
[24]Επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσια σε Υπόμνημα του Σωματείου Εργατοτεχνιτών Καπνοβιομηχανιών Παπαστράτου-Κεράνη προς το Υπ. Εργασίας στις 8/4/76. Ιστορικό Αρχείο Γ.Σ.Ε.Ε. (αταξινόμητο).
[25] Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της σεξουαλικότητας. Η βούληση για γνώση, (μτφ. Τάσος Μπέτζελος ), Πλέθρον, Αθήνα 2011, σ. 164-165.
Ο Θανάσης Μπέτας γεννήθηκε στον Βόλο το 1977. Αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία στα πανεπιστήμια Sussex της Μ. Βρετανίας και Πανεπιστήμιο Κρήτης από το οποίο έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης. Απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα στην οικονομική και κοινωνική ιστορία με την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής που φέρει τον τίτλο «Καπνοβιομηχανία Ματσάγγου εν Βόλω, 1918-1972. Εργασία και επιβίωση στον Βόλο» -με υποτροφία από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ηράκλειτος ΙΙ- από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Έχει εργαστεί σε ερευνητικά προγράμματα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς, καθώς επίσης και στο Διεθνές Κέντρο Κοινωνικής Ιστορίας ( Άμστερνταμ, Ολλανδία). Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας, του Ελληνικού Δικτύου για την Ιστορία της Εργασίας και του Εργατικού Κινήματος, της Πορτογαλικής Εταιρείας Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας και της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Βόλου.
Επιλεγμένες δημοσιεύσεις
- Thanasis Betas, “From the Tobacco Shop to the Cigarette Factory: Technological Changes, Gender and Surveillance in a Greek Cigarette Firm in the Early 20th Century”, Advances in Historical Studies, 5 (2016), pp. 49-62.
- Thanasis Betas, “Unequal pay for equal work. Gendered pay systems and wages in the Greek tobacco industry, 1920-1970”, International Conference”, 38th Meeting Gender in Economic and Social History, 16-17.11.2018, University of Lisbon, Lisbon.
- Thanasis Betas, “Cairo, Athens, Salonika. Strikebreaking and anti-labour employers’ and state’s practices in the tobacco industry in the earlier twentieth century”, International Conference, “Industrial vigilantism, strikebreaking and patterns of anti-labour violence, 1890s-1930s”, 23-24.10.2018, Oxford Centre for European History, University of Oxford, Oxford.
- Thanasis Betas, “There were some women workers whose hands were working even faster than the machines…’’ Between tradition and modernization; female labour in the Greek cigarette industry, 1920-1970”, 2nd European Labour History Network, 2-4.11.2017, Université Paris Nanterre – Université Paris 1 Pantheon Sorbonne, Paris.
- Thanasis Betas, “Modernization of machines, technological and organizational changes on labour and management of workforce in the European and Greek cigarette industry, 1950-1970”, 3rd International Conference in Economic and Social History Labor History, “Production, markets, relations policies (from the late Middle ages to the early 21st century)”, 24-27.5.2017 University of Ioannina, Ioannina.