Το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) έχει τη χαρά να ανακοινώσει τα αποτελέσματα της 7ης Δημόσιας Πρόσκλησης για την υποβολή ερευνητικών προτάσεων προς χρηματοδότηση για το έτος 2022.
Οι ερευνητικές προτάσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το ΚΕΑΕ είναι οι εξής (σε αλφαβητική σειρά με βάση το επώνυμο του αιτούντος και οργανωμένες ανά κατηγορία ένταξης):
ΜΕΤΑΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ
- Φωτεινή Δημηρούλη, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Τίτλος: «Οι Ψηφιακές Επιβιώσεις των Μεγάλων Ποιητών: Το Παράδειγμα του Κ.Π. Καβάφη»
Περίληψη: Η παρούσα έρευνα ασχολείται με τους καινοφανείς τρόπους διακίνησης της ποίησης στην ψηφιακή εποχή. Το αναδυόμενο λογοτεχνικό είδος γνωστό ως «ψηφιακή ποίηση», το οποίο δημιουργήθηκε μέσω της οπτικοακουστικής και της κειμενικής σύγκλισης, της εκφραστικής βραχύτητας και της συνδεσιμότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση του κοινού με την ποίηση, αυξάνοντας κατά πολύ τις πωλήσεις ποιητικών συλλογών στους νέους. Παράλληλα, η δημιουργία ποίησης μέσω της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής εκμάθησης αποτελεί ανερχόμενο πεδίο που θέτει υπό διερώτηση το όριο μεταξύ ανθρώπινης συνείδησης και αλγοριθμικής δημιουργίας. Ενώ υπάρχει ενεργό ενδιαφέρον για αυτά τα πεδία, ο τρόπος με τον οποίο λογοτεχνικές αυθεντίες και το έργο τους έχουν ανασημασιοδοτηθεί στο ψηφιακό κόσμο παραμένει αδιερεύνητος. Το παρόν εγχείρημα χρησιμοποιεί τις ψηφιακές επιβιώσεις του Κ. Π. Καβάφη ως εφαλτήριο για να εξετάσει την ευρύτερη αναδιαμόρφωση έργων του κανόνα της λογοτεχνίας μέσα από ψηφιακές συμβάσεις.
Το συγκεκριμένο εγχείρημα θέτει τις λογοτεχνικές σπουδές έναντι της θεωρίας των ψηφιακών μέσων. Στην πολυδιάστατη διαδικτυακή παρουσία του Καβάφη εντοπίζεται μια μοναδική ευκαιρία να μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο τα ψηφιακά εργαλεία και οι ψηφιακές πλατφόρμες υπερβαίνουν τα όρια της τυπωμένης ποίησης, μέσω της οικειοποίησης, την αποσπασματικότητας και του μετασχηματισμού έργων έως τώρα γνωστών και οικείων στην έντυπη μορφή τους. Η μελέτη εκτείνεται, επίσης, στους τρόπους με τους οποίους η ροή της πληροφορίας και η αυτενέργεια των χρηστών επηρεάζει τη λογοτεχνική υστεροφημία. Τι σημαίνει το γεγονός ότι η φήμη ενός ποιητή διακινείται σήμερα μέσω πρακτικών που υπερβαίνουν γεωγραφικά όρια και περικλείουν ένα πλήθος φωνών, ιδεολογιών και ταυτοτήτων; Με ποιο τρόπο ανταποκρίνεται αυτή η συμμετοχική κατασκευή της ψηφιακής παρουσίας ενός ποιητή στις ανάγκες και τις συνήθειες του κοινού; Το παρόν εγχείρημα αναζητά απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μέσω της κριτικής ανάλυσης των ψηφιακών δεδομένων που πλαισιώνουν τη συγγραφική φήμη και καθιέρωση. Ταυτόχρονα, θα εστιάσει στις ψηφιακές πλατφόρμες και τις ευκαιρίες που προσφέρουν για την ενασχόληση με την ποίηση, ώστε να εξετάσει πώς αυτές διαμορφώνουν τη διαδικτυακή δραστηριότητα των χρηστών, τις προτιμήσεις τους και τη διάδρασή τους.
Με τη συγκέντρωση και την κριτική ανάλυση υλικού αντλημένου από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την ηλεκτρονική δημοσιογραφία και το ψηφιακό αρχείο Καβάφη, η έρευνα θα ακολουθήσει δύο κατευθύνσεις: α) θα μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους χαρακτηριστικά στοιχεία της ποίησης και της προσωπικότητας του Καβάφη έχουν «επαναμεσοποιηθεί», ώστε να εξεταστούν οι ευρύτερες μεταβολές που υφίσταται η λογοτεχνία στο ψηφιακό περιβάλλον, β) θα χαρτογραφήσει, μέσω του καβαφικού παραδείγματος, διαφορετικές ψηφιακές πλατφόρμες, τη λογική και τη λειτουργία τους, καθώς και τη συμβολή τους στη δραστική αναμόρφωση της σχέσης του κοινού με την ποίηση. Επιπλέον, ο ερευνητικός σχεδιασμός προτείνει μεθόδους αναθεώρησης και ενημέρωσης της σύγχρονης διδασκαλίας, η οποία απευθύνεται πλέον σε μια γενιά σπουδαστών/χρηστών που έχει «φυσικοποιήσει» το οικοσύστημα και την κουλτούρα των μέσων διασύνδεσης. Παράλληλα, με την οργάνωση ενός συνεδρίου για την Ψηφιακή Ποίηση, το ερευνητικό πλαίσιο περιλαμβάνει εργαστήρια σε πανεπιστημιακά ιδρύματα που απευθύνονται σε φοιτητές και διδάσκοντες. Επιπρόσθετα, θα δημιουργηθεί ιστοσελίδα με την επιδίωξη να βοηθηθούν οι διδάσκοντες στην ανάπτυξη μεθοδολογιών που θα συνδυάζουν τη διδασκαλία της ποίησης με τη χρήση των νέων μέσων.
- Δημήτρης Κόρος, Δρ. Σωφρονιστικής Πολιτικής, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ)
Τίτλος: «Έκτακτη δικαιοσύνη και εγκληματοποίηση της παράνομης εισόδου: μια προσέγγιση από την άποψη της εγκληματολογίας των συνόρων»
Περίληψη: Η προτεινόμενη μελέτη σκοπεύει να εξετάσει τις εξαιρετικές συνθήκες στα ελληνοτουρκικά σύνορα κατά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 2020, οι οποίες οδήγησαν στην εγκληματοποίηση και φυλάκιση ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων που εισήλθαν παράτυπα στη χώρα. Θα λάβει χώρα μια «διπλή» ερευνητική διαδικασία: αρχικά, η έρευνα θα μελετήσει φακέλους υποθέσεων που αφορούν το ανωτέρω χρονικό διάστημα, με σκοπό να διερευνήσει την ποινική και διοικητική μεταχείριση των προσφύγων που εργαλειοποιήθηκαν από τις δύο χώρες. Έπειτα, θα ακολουθήσουν συνεντεύξεις με άτομα και οικογένειες που διώχθηκαν, καταδικάστηκαν και (πιθανώς) φυλακίστηκαν, προκειμένου να καταγραφεί και να αξιολογηθεί η εμπειρία της θεσμικής τους θυματοποίησης και αντικειμενοποίησης. Τα ευρήματα της έρευνας θα αναλυθούν μέσα από το πρίσμα της εγκληματολογίας των συνόρων, με απώτερο σκοπό να οδηγήσουν σε μια εγκληματολογική κατανόηση της τιμωρητικότητας των συνόρων στην Ελλάδα σε καιρούς κρίσης.
- Στυλιανή Λεπίδα, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Οθωμανικής Ιστορίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
Τίτλος: «Μοναστηριακή οικονομία και γαιοκτησία στη μετά-δήμευση εποχή (1568-1700): Οικονομική διαχείριση και γαιοκτησία της Μονής Μεγάλου Μετεώρου»
Περίληψη: Η προτεινόμενη έρευνα, αξιοποιώντας τμήμα του αδημοσίευτου οθωμανικού αρχείου της Μονής Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα (γνωστή ως Μεγάλο Μετέωρο), επιδιώκει να ανασυνθέσει πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της οθωμανικής περιόδου ακολουθώντας μια προκαθορισμένη οπτική.
Πιο συγκεκριμένα, η μονή Μεγάλου Μετεώρου προσεγγίζεται ως μια κοινωνικό-οικονομική μονάδα εντός του οθωμανικού διοικητικού πλαισίου, και κατ’ επέκταση μέσα στο ίδιο πλαίσιο μελετάται η μοναστηριακή οικονομία, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα του ύστερου 16ου αιώνα και ολόκληρου του 17ου αιώνα. Το υπό μελέτη αρχειακό υλικό καλύπτει το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1568 και 1700 και ανέρχεται σε περίπου 600 έγγραφα ποικίλης τυπολογίας. Το σχέδιο εργασίας περιλαμβάνει τη μετάφραση των οθωμανικών εγγράφων, την επεξεργασία των δεδομένων τους και την εξαγωγή συμπερασμάτων, με απώτερο στόχο την ένταξη των ευρημάτων σε έναν ευρύτερο διάλογο και προβληματική.
Το έτος 1568, το οποίο έχει επιλεγεί ως χρονική αφετηρία της εν λόγω έρευνας, συνιστά μια τομή στην ιστορία της μοναστηριακής οικονομίας, καθώς σηματοδότησε τη μετάβαση από ένα ασαφές νομικό πλαίσιο σε ένα πιο ανελαστικό, το οποίο αμφισβήτησε το καθεστώς νομιμότητας της μοναστηριακής περιουσίας και επέβαλε τη δήμευση της. Η μοναστηριακή περιουσία περιήλθε στο οθωμανικό δημόσιο, ενώ σε δεύτερο χρόνο δόθηκε η δυνατότητα αγοράς από τους προκατόχους της. Ξεκίνησε τότε εκ μέρους των μοναστηριών μια προσπάθεια ανάκτησης και διαχείρισης της δημευθείσας περιουσίας τους, την οποία επιχειρούμε να καταγράψουμε.
Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της δήμευσης αλλά κυρίως της μετά-δήμευσης περιόδου, οι μέχρι τώρα εκπονηθείσες μελέτες έχουν εστιάσει κυρίως στη νομική θεώρησή του. Αντλώντας από την κεκτημένη γνώση, η προτεινόμενη έρευνα επιλέγει μια πραγματιστική οπτική και επιδιώκει να μελετήσει τις οικονομικές και κοινωνικές πτυχές του ζητήματος. Επιχειρεί να σκιαγραφήσει το οικονομικό προφίλ της μονής, αναζητά τις στρατηγικές διαχείρισης της «κρίσης» του ’68 και τις οικονομικές της επιπτώσεις, αλλά και τους μηχανισμούς επιβίωσης και εξέλιξής της μονής κατά τον 17ο αιώνα. Εξετάζονται τα χαρακτηριστικά της μοναστηριακής γαιοκτησίας και η διαχείρισή της. Επιπλέον, ιχνηλατείται το πλέγμα των σχέσεων της μονής τόσο με την κεντρική και επαρχιακή διοίκηση όσο και με τον ευρύτερο κοινωνικό και εκκλησιαστικό της περίγυρο. Τέλος, και στο βαθμό που τα δεδομένα του αρχειακού υλικού το επιτρέψουν, θα αναζητηθεί η περιβαλλοντική διάσταση με σκοπό να διαφανεί το πώς η μονή διαχειριζόταν τον φυσικό χώρο στις περιοχές όπου κατείχε γαίες και εάν σημειώνονται μεταβολές στη χρήση του στη διάρκεια του χρόνου.
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
- Παναγιώτης Κωνσταντινίδης, Δρ. Κλασικής Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)
- Γιώργος Μητρόπουλος, Δρ. Αρχαίας Ιστορίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)
Τίτλος: «Ελληνίδες matronae: Η παρουσία και η απεικόνιση της γυναίκας στον δημόσιο βίο της Ελλάδας κατά την αυτοκρατορική περίοδο (1ος – 3ος αι. μ.Χ.)»
Περίληψη: Η έρευνα έχει ως αντικείμενο τη διεπιστημονική εξέταση της δημόσιας παρουσίας και απεικόνισης των επιφανών γυναικών στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας κατά την αυτοκρατορική περίοδο (1ος – 3ος αι. μ.Χ.). Ο όρος «δημόσιος βίος» περιγράφει τα καθήκοντα που αναλάμβαναν οι εξέχουσες γυναίκες στις πόλεις, τις τιμές που απονέμονταν σ’ αυτές από τα όργανα των πόλεων και από ιδιώτες και, συνεπώς, την προβολή τους στα μνημεία που ανιδρύονταν προς τιμήν τους στους δημόσιους χώρους. Πράγματι, οι αρχαίες μαρτυρίες φαίνεται πως τεκμηριώνουν την έντονη ανάμειξη των γυναικών στον δημόσιο βίο, καθώς έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην απρόσκοπτη διοίκηση των ελληνικών πόλεων κυρίως ως ευεργέτιδες και ιέρειες των παραδοσιακών λατρειών, καθώς και της αυτοκρατορικής λατρείας. Για παράδειγμα, φημισμένη είναι η περίπτωση της συζύγου του Ηρώδη Αττικού, Ρήγιλλας, η οποία προχώρησε σε πλήθος ευεργεσιών σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και ανέλαβε αξιώματα σε διαφορετικές πόλεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το παράδειγμά της ήταν μεμονωμένο. Αν και η παρουσία των γυναικών στη δημόσια ζωή των ρωμαϊκών πόλεων έχει μελετηθεί από ιστορική και αρχαιολογική σκοπιά ιδίως όσον αφορά τη Μικρά Ασία, τις Κυκλάδες ή τη Δύση, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα παρόμοια συνδυαστική έρευνα για τις γυναίκες στην επαρχία της Αχαΐας, ενώ το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο μιας συγκριτικής μελέτης της «δημόσιας παρουσίας» της γυναίκας μεταξύ των ρωμαϊκών επαρχιών.
Συνδυάζοντας τα επιστημονικά εργαλεία της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της επιγραφικής και των σπουδών φύλου (“gender studies”), θα μελετηθούν για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο η δραστηριότητα σε συνδυασμό με την οπτική απεικόνιση των γυναικών στον δημόσιο βίο των πόλεων της επαρχίας. Ειδικότερα, θα μελετηθεί μια πληθώρα αρχαίων μαρτυριών: α) τιμητικές, αναθηματικές και επιτύμβιες επιγραφές που αφιερώθηκαν, τιμούσαν ή σχετίζονταν με επιφανείς γυναίκες, β) τιμητικά και επιτύμβια γυναικεία αγάλματα, γ) λοιπά μνημεία (π.χ. επιτύμβια ανάγλυφα, σαρκοφάγοι, νομίσματα, γραμματειακές αναφορές) που συνδέονταν με γυναίκες της ελληνορωμαϊκής αριστοκρατίας. Όπου είναι δυνατό, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην αλληλεπίδραση μεταξύ των επιγραφικών κειμένων (χαραγμένων στη βάση των μνημείων), του αγαλματικού τύπου και της κεφαλής στο γυναικείο πορτρέτο. Το συγκεντρωθέν υλικό θα προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις επίσημες δραστηριότητες και λειτουργίες των γυναικών, καθώς και τις σχέσεις τους με τους αστικούς θεσμούς (για παράδειγμα, ως μέλη τους ή τιμώμενες από αυτούς), όπως ήταν η γερουσία, η βουλή και το γυμνάσιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα αποκομίσουμε μια πλήρη εικόνα για τη δημόσια persona και τις ευρύτερες κοινωνικές διασυνδέσεις της γυναίκας στις κατά τόπους κοινότητες της αυτοκρατορικής Ελλάδας.
Η διοργάνωση μιας ημερίδας με τη συμμετοχή νέων ερευνητών και η δημοσίευση ενός εκτεταμένου άρθρου στα αγγλικά σε περιοδικό με κριτές θα μπορέσει να κάνει ευρύτερα γνωστά τα αποτελέσματα της έρευνας, και κατά συνέπεια, να τοποθετήσει την Ελληνίδα matrona στην αρμόζουσα θέση της στην ιστορία της ελληνορωμαϊκής Ανατολής.
- Σταύρος Σταυρίδης, Καθηγητής Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και Θεωρίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ)
- Σέργιος Στριγκλόγιαννης, ΥΔ Αρχιτεκτονικής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ)
- Ερνεστίνα Καρυστινέου-Ευθυμιάτου, ΥΔ Αρχιτεκτονικής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ).
Τίτλος: «Η αρχιτεκτονική ως ποίηση στην καθημερινή ζωή: Οι χώροι και οι χρόνοι του καθημερινού μέσα από το αρχείο της Άννης Βρυχέα»
Περίληψη: Η αρχιτεκτονική της καθημερινής ζωής, ο βιωμένος χώρος, καθώς και ζητήματα φύλου, κατοικίας και κατοίκησης αποτέλεσαν τις βασικές ανησυχίες και τα κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα στην προσωπική, επαγγελματική και ακαδημαϊκή πορεία της καθηγήτριας της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., Άννης Βρυχέα (1944-2005). Θέτοντας πάντα ως αφετηριακό σημείο την υπεράσπιση του δικαιώματος στην πόλη, το υλοποιημένο και ερευνητικό της έργο εμβάθυνε στη συμμετοχή των χρηστών στην παραγωγή των χώρων και των χρόνων του καθημερινού, παράλληλα με μία διαρκή προσπάθεια κατάργησης χωρικών αποκλεισμών και κοινωνικών διακρίσεων.
Ο καινοτόμος για τα ελληνικά δεδομένα σχεδιασμός της εναλλακτικής πρότασης με τη συμμετοχή των κατοίκων για την ανάπλαση του προσφυγικού συνοικισμού της Θήβας, η συμβολή της στη συνδιάσκεψη Habitat II, η πολυδιάστατη έρευνά της σχετικά με ζητήματα φύλου και χώρου, οι αγώνες της για τη διάσωση των προσφυγικών πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας, μεταξύ άλλων, έθεσαν νέες θεωρητικές και πρακτικές βάσεις μιας εναλλακτικής παραγωγής, οικειοποίησης και νοηματοδότησης του αστικού χώρου ‘από τα κάτω’, διευρύνοντας με τον τρόπο αυτό τα όρια της αρχιτεκτονικής σκέψης και πράξης. Πώς όμως σχετίζεται με τη σημερινή συγκυρία η καινοτόμος προσέγγιση της Άννης Βρυχέα στα ζητήματα του χωροχρόνου του καθημερινού και της έμφυλης διάστασης της κατοίκησης;
Η προτεινόμενη έρευνα έχει ως αρχικό στόχο, ξετυλίγοντας το νήμα της επαγγελματικής και ερευνητικής δραστηριότητας της Α.Βρυχέα, α) να επανεστιάσει στην ευαισθησία με την οποία προσέγγιζε την αρχιτεκτονική της καθημερινής ζωής θέτοντας ως αφετηρία το ερώτημα της ίδιας της καθηγήτριας: «Μέσα στη γενικευμένη κρίση αξιών, ιδεών και ιδεολογιών, […] που βρίσκεται η αρχιτεκτονική; Δηλαδή η ποίηση στην καθημερινή μας ζωή, στην πόλη μας, στις πόλεις μας, στη γειτονιά μας;» (Βρυχέα 1993), β) να επανεξετάσει την εναλλακτική της αυτή προσέγγιση και να μελετήσει τους τρόπους που αυτή θα μπορούσε να προσφέρει στη συζήτηση σχετικά με τα σύγχρονα ζητήματα της πόλης. Παράλληλα, η υλοποίηση της έρευνας στοχεύει στην ανάδειξη της έμφυλης διάστασης της κατοίκησης των χώρων του καθημερινού, καθώς και της σημαντικής (αλλά ελάχιστα αναδειγμένης) γυναικείας παρουσίας στην αρχιτεκτονική και πολεοδομική έρευνα.
Αρχικά, η ερευνητική ομάδα θα μελετήσει τις πρωτογενείς πηγές από το αρχείο της καθηγήτριας Άννης Βρυχέα που βρίσκεται στον Τομέα 3 (Αρχιτεκτονικής γλώσσας, Επικοινωνίας και Σχεδιασμού) της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, ώστε να επιχειρήσει να καλύψει ένα σημαντικό κενό που υπάρχει επί του παρόντος στην κατανόηση της σημασίας της αρχιτεκτονικής της καθημερινής ζωής. Με σκοπό να φέρει στο φως το θεωρητικό και υλοποιημένο έργο της Βρυχέα, το παρόν ερευνητικό έργο θα εξελιχθεί περαιτέρω με την οργάνωση, ταξινόμηση και ψηφιοποίηση του υλικού, ώστε αυτό να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενός καταλόγου, ο οποίος θα αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία ενός ψηφιακού διαδικτυακού αρχείου, ανοικτού και προσβάσιμου για ερευνητές/τριες, φοιτητές/τριες και διδακτικό προσωπικό, με στόχο τη διεύρυνση των εκπαιδευτικών δυνατοτήτων, την ανάδειξη αθέατων δυναμικών του αρχείου και την ενίσχυση της ακαδημαϊκής μνήμης.