Το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) έχει τη χαρά να ανακοινώσει τα αποτελέσματα της 6ης Δημόσιας Πρόσκλησης για την υποβολή ερευνητικών προτάσεων προς χρηματοδότηση για το έτος 2021.
Οι ερευνητικές προτάσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το ΚΕΑΕ είναι οι εξής (σε αλφαβητική σειρά με βάση το επώνυμο του αιτούντος και οργανωμένες ανά κατηγορία ένταξης):
ΜΕΤΑΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ
- Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
«To μέλλον ως πεδίο διεκδίκησης: ελληνορθόδοξα παιδιά πρόσφυγες και δημογραφική μηχανική στα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1914-1922)»
Περίληψη:
Το θέμα της προτεινόμενης μεταδιδακτορικής έρευνας αφορά στα παιδιά πρόσφυγες του ελληνορθόδοξου μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1919-1922). Σκοπός της έρευνας αρχικά είναι να εξερευνήσει το δίκτυο και τους μηχανισμούς περίθαλψης των χριστιανών παιδιών-προσφύγων από όλα τα εμπλεκόμενα κέντρα (κοινοτικό, εθνικό, διεθνές). Στη συνέχεια, η έρευνα θα εστιάσει στη διαμάχη μεταξύ των ανταγωνιστικών εθνικών κέντρων, συγκεκριμένα της νεοτουρκικής κυβέρνησης, από τη μια, και της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, και του ελληνικού κράτους, από την άλλη, σε σχέση με την εθνοθρησκευτική ταυτότητα και το ανήκειν αυτών των παιδιών, ιδίως στο διάστημα 1919-1922. Στόχος της έρευνας είναι να μελετήσει τις πρακτικές που υιοθετούν και τον λόγο που αρθρώνουν οι φορείς των ανταγωνιστικών εθνικισμών για τα παιδιά-πρόσφυγες του πολέμου γενικά, και ειδικά για την εθνική ομάδα στην οποία ανήκουν.
Σε ό,τι αφορά το θεωρητικό πλαίσιο, θα προσεγγίσω το θέμα από την πλευρά της δημογραφικής μηχανικής των αντίπαλων εθνικισμών σε συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου, όπως ήταν ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος. Επιπλέον, θα προσπαθήσω να φωτίσω το θέμα από την οπτική της σχέσης παιδικής ηλικίας και πολέμου, εντάσσοντάς το στη διεθνή ιστοριογραφική συζήτηση για τα παιδιά στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέλος, διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές του αρχειακού υλικού που θα μελετήσω, θα αποτολμήσω να αναδείξω προσωπικές στάσεις και στρατηγικές που διαμορφώνουν τα παιδιά-πρόσφυγες του πολέμου, οι οποίες ενδεχομένως τα φέρνουν σε αντίθεση με την κυρίαρχη πρόσληψη της ομάδας αυτής από τα διάφορα θεσμικά κέντρα. Με άλλα λόγια, θα προσπαθήσω να σταθώ κριτικά απέναντι στον κυρίαρχο λόγο της εποχής για τα δικαιώματα των παιδιών, ο οποίος τα παρουσίαζε συχνά ως ανυπεράσπιστα θύματα και όχι σαν δρώντα υποκείμενα.
Το θέμα των παιδιών-προσφύγων του ελληνορθόδοξου μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι μηχανισμοί που δημιουργήθηκαν για την διάσωση και περίθαλψη τους στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου αποτελεί ένα εντελώς ανεξερεύνητο ερευνητικό πεδίο με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό έγκειται στο ότι φωτίζει μια άγνωστη πτυχή στη μελέτη του ελληνορθόδοξου μιλλέτ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσεγγίζει το ζήτημα της εθνικής ιδεολογίας, των εθνικών ανταγωνισμών και πρακτικών από μια νέα οπτική γωνία. Τέλος, αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης συζήτησης, ακαδημαϊκής αλλά και εξαιρετικά επίκαιρης, σε σχέση με τους ανθρωπιστικούς μηχανισμούς αρωγής, την αποτελεσματικότητα και τις μεθόδους τους σε περιόδους μεγάλων προσφυγικών ροών.
- Γιώργος Λ. Βλάχος, Δρ. Ιστορίας, Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο (EUI)
«Ένα Περιβάλλον σε Μετάβαση: Τα τενάγη των Φιλίππων και η αποξήρανσή τους, 1913-1940»
Περίληψη:
Tο έργο θα εξετάσει την περιβαλλοντική ιστορία των τεναγών των Φιλίππων, ενός συστήματος βάλτων και υγροτόπων που βρισκόταν στην Ανατολική Μακεδονία και θα εστιάσει στην αποξήρανση που μετέτρεψε τα τενάγη σε αγροτική γη. Η βασική επιδίωξη του έργου έγκειται στο να αναγνωριστούν οι κοινωνικές επιπτώσεις που αυτή η αποξήρανση είχε στην εθνική και οικονομική ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον κορμό του ελληνικού έθνους-κράτους.
Τα τενάγη των Φιλίππων κάλυπταν το νοτιότερο τμήμα της πεδιάδας της Δράμας και είχαν έκταση που συχνά έφτανε τα 35 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας, έγιναν συχνά αντικείμενο παραπόνων από τους κρατικούς γεωπόνους (νομογεωπόνους) που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά από προτροπή ή ανάθεση από το ελληνικό κράτος στην περιοχή με σκοπό την επίβλεψη της εντατικοποίησης του γεωργικού εκσυγχρονισμού. Οι σκέψεις για την αποξήρανσή των τεναγών εμφανίστηκαν αμέσως μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας, ωστόσο, η έλλειψη διαθέσιμου κεφαλαίου εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης καθώς και οι επισφαλείς διεθνείς διπλωματικές συνθήκες από το 1913 έως το 1922 ανέβαλαν κάθε σοβαρή ενέργεια για την υλοποίηση ενός τέτοιου έργου. Η στάση άλλαξε γρήγορα με τη Συνθήκη της Λωζάννης και τη μαζική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, όταν κατέστη σαφές ότι η διαθέσιμη αρόσιμη γη δεν ήταν αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες εποικισμού και διαβίωσης των Ορθοδόξων προσφύγων της Μικράς Ασίας, πολύ μεγάλο μέρος των οποίων κατέληξε στην Μακεδονία. Τα αρχικά δημόσια έργα στα τενάγη έλαβαν χώρα μόνο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30, στα πλαίσια του προγράμματος γεωργικού εκσυγχρονισμού της κυβέρνησης Βενιζέλου. Η αποξήρανση των τεναγών πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία Monks-Ulen, που ήταν ήδη γνωστή στην ελληνική κυβέρνηση για προηγούμενα έργα υποδομής που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας. Όταν τελικά τα έργα ολοκληρώθηκαν, τα αποξηραμένα τενάγη των Φιλίππων απέφεραν στο κράτος νέες εκτάσεις που διανεμήθηκαν τόσο στους Ορθόδοξους πρόσφυγες όσο και στους γηγενείς Μακεδόνες.
Σε αυτά τα ιστορικά πλαίσια, το έργο αυτό δεν θα εξετάσει την αποξήρανση των τεναγών των Φιλίππων απλά ως ένα έργο υδραυλικής μηχανικής αλλά και ως μία διαδικασία κοινωνικής μηχανικής. Αυτό συνεπάγεται ότι θα διερευνήσει το θέμα ως μιας πλατφόρμα πάνω στην οποία συνυφάνθηκαν οι έννοιες της οικονομίας, του εθνικισμού και του εκσυγχρονισμού. Τελικός σκοπός της θα είναι να διερευνηθεί αν η αποξήρανση των τεναγών έγινε στα πλαίσια εποικιστικών πολιτικών που αποσκοπούσαν στην εδαφική διασφάλιση της Μακεδονίας και την ανάδειξη της ως αναπόσπαστου μέρους του ελληνικού κράτους μέσω ενός περιβαλλοντικού έργου που εμπέδωσε την οικονομική επικράτηση των προσφυγικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
- Σοφία Κατόπη, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια Ιστορίας Τέχνης, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών (ΙΜΣ)
«Οι Μεγάλες Δυνάμεις και οι τύχες των βενετικών μνημείων της Κρήτης στις αρχές του 20ού αιώνα»
Περίληψη:
Η μακρόχρονη περίοδος της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη (1211-1669) άφησε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό περιβάλλον το οποίο σωζόταν ακόμη στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα επόμενα χρόνια ωστόσο, στο όνομα του εκσυγχρονισμού, της εξέλιξης και της προόδου πολλά μνημεία του ιστορικού κέντρου των πόλεων κατεδαφίστηκαν πριν αναγνωρισθεί η σημασία τους ως αρχιτεκτονικά ή ιστορικά μνημεία.
Οι αρχειακές πηγές διασώζουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι μέρος των κατεδαφίσεων που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), πραγματοποιήθηκε από εκπρόσωπους των Μεγάλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στην Κρήτη εκείνη την περίοδο ως «προστάτιδες» δυνάμεις. Ωστόσο, μία εξ αυτών, η Ιταλία, θεωρούσε τα μνημεία αυτά μέρος της δικής της εθνικής κληρονομιάς, μαρτυρίες του δικού της ένδοξου παρελθόντος και τις επιθέσεις εναντίον τους ως «εχθρικές πράξεις μεγάλης βαρβαρότητας».
Παρόλο που τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει μια μεγάλη βιβλιογραφία αναφορικά με τη στάση των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στις αρχαιότητες της Κρήτης, δεν έχει δημοσιευτεί τίποτα για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τα βενετικά μνημεία του νησιού. Στόχος της προτεινόμενης έρευνας είναι να καλυφθεί το κενό αυτό που αφορά στην πρόσληψη της βενετικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου των κρητικών πόλεων κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Κρίνεται επομένως απαραίτητη μια ενδελεχής έρευνα στο Αρχείο της Κρητικής Πολιτείας, στα πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων των τριών μεγαλύτερων πόλεων της Κρήτης και στον τοπικό Τύπο προκειμένου να εντοπιστούν στοιχεία που φωτίζουν τους τρόπους που οι Μεγάλες Δυνάμεις προσέγγισαν τα βενετικά μνημεία, αλλά και τους τρόπους που ενεπλάκησαν στο ίδιο θέμα οι κρητικές κυβερνήσεις και οι κάτοικοι των πόλεων. Η έρευνα στοχεύει να δώσει απαντήσεις σε ζητήματα που αφορούν στη ρητορική που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί η εξαφάνισή τους από το τοπίο των πόλεων, στο θέμα της πρόσληψης του βενετικού παρελθόντος, της διεκδίκησής του από τους Ιταλούς και τις επιπτώσεις όλων αυτών στα ίδια τα μνημεία. Επιπλέον, με τη δημοσίευση αρχειακού υλικού που έχει εντοπιστεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Βενετίας, θα γνωστοποιηθούν στοιχεία για την προσπάθεια αναστήλωσης της βενετικής Λότζιας του Χάνδακα κατά τα έτη 1911-1916 και το ρόλο που έπαιξαν σε αυτήν οι Ιταλοί και η τοπική αυτοδιοίκηση του Ηρακλείου.
- Αλέξανδρος Τενεκετζής, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Ιστορίας Τέχνης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ)
«Η μνήμη του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στη Γερμανία 30 χρόνια μετά: Η πολιτική εκθέσεων του Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου και η διαχείριση των δημόσιων μνημείων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας»
Περίληψη:
Η ιστορία των εκθέσεων στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο και το μουσειολογικό τους σκεπτικό, καθώς και η διαχείριση δημόσιων μνημείων με επίκεντρο το Humboldt Forum, αποτελούν ένα υποδειγματικό πεδίο έρευνας για την κατανόηση της δημόσιας ιστορίας της ψυχροπολεμικής περιόδου, της ιστορίας της τέχνης και της διαχείρισης της δημόσιας μνήμης στη Γερμανία μετά το 1989.
Σε αυτό το πλαίσιο η παρούσα έρευνα σκοπό έχει:
(α) να μελετήσει τις πολιτικές μνήμης της ενωμένης Γερμανίας γύρω από το κομμουνιστικό της παρελθόν, όπως αποτυπώνονται στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο, μέσα από τις δεκάδες περιοδικές εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 1989 και τη μόνιμη συλλογή του μουσείου που άνοιξε για το κοινό το 2006.
(β) να εξετάσει και να αναλύσει τη συμβολή του Μουσείου και των εκθέσεών του στη διαμόρφωση μιας κοινής γερμανικής ταυτότητας μέσα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά και στην ταυτόχρονη ενσωμάτωση των πολιτών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας στον νέον κρατικό σχηματισμό,
(γ) να διερευνήσει ποιες όψεις του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και της μνήμης του 1989 ήταν αποδεκτές ώστε να γίνουν ορατές στη δημόσια σφαίρα μέσα από εκθέσεις έργων τέχνης και να εξετάσει εάν αυτή η επίσημη πολιτική μνήμης της Γερμανίας αναφορικά στην περίοδο της διαίρεσης και στην επέτειο του 1989 συμβαδίζει με τη διαχείριση μνημείων και κτηρίων ορόσημα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, όπως το πρώην κοινοβούλιο στο Βερολίνο και του Humboldt Forum, και
(δ) να μελετήσει, δευτερευόντως, τα σημεία όπου η πολιτική της Γερμανίας συγκλίνει ή αποκλίνει με τις πολιτικές μνήμης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως όσον αφορά μια ευρωπαϊκή ταυτότητα όπως αυτή αποτυπώθηκε κατά κύριο λόγο στο νεόδμητο «Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας» και στο σχεδιαζόμενο μνημείο για το Ολοκαύτωμα στις Βρυξέλλες.
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ
- Δημήτρης Καμούζης, Δρ. Ιστορίας, King’s College London, Ερευνητής στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ)
- Χαράλαμπος Μηνασίδης, ΥΔ Ιστορίας, The University of Texas at Austin
- Αλέξανδρος Μακρής, ΥΔ Ιστορίας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)
«Έλληνες Στρατιώτες, Πόλεμος και Τραύμα: Η Μικρασιατική Εκστρατεία και οι Επιπτώσεις μιας Οδυνηρής Εμπειρίας»
Περίληψη:
Σκοπός του συγκεκριμένου ερευνητικού έργου είναι η σύνθεση μια κριτικής ιστορικής ανάλυσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας του 1919-1922 μέσα από τη μελέτη της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου και των επιπτώσεών του στους Έλληνες στρατιώτες που συμμετείχαν σε αυτόν. Για το σκοπό αυτό, η έρευνα θα στραφεί σε δύο κύριες κατευθύνσεις: Το πρώτο μέρος θα ανασυνθέσει το οδυνηρό βίωμα των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία, ενώ το δεύτερο θα εστιάσει στις προκλήσεις αποκατάστασης και κοινωνικής επανένταξης που αντιμετώπισαν οι παλαίμαχοι στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος αποδείχτηκε μια εξαιρετικά δυσάρεστη και τραυματική εμπειρία με πολλές και έντονες φυσικές και ψυχολογικές προκλήσεις για τους Έλληνες στρατιώτες. Το πρώτο σκέλος της προτεινόμενης έρευνας θα επικεντρωθεί στις υποκειμενικές εμπειρίες τους και στηριζόμενο στις αφηγήσεις των στρατιωτών θα εξετάσει τις σωματικές και συναισθηματικές αντιδράσεις τους. Σε αυτή την κατεύθυνση θα ανιχνεύσει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την πλήξη, την αποξένωση, τη νοσταλγία, την ανησυχία για την ευημερία των οικογενειών τους και την απώλεια των συστρατιωτών τους. Παράλληλα θα παρουσιάσει τις συνέπειες της έκθεσής τους στον κρατικό εξαναγκασμό, στις αντίξοες συνθήκες, στις ασθένειες, στην αιχμαλωσία και στο βίαιο θάνατο, ενώ από την άλλη πλευρά θα προσεγγίσει το ζήτημα της αναπόφευκτης αποκτήνωσης ενός σημαντικού μέρους εξ αυτών, που τους μετέτρεψε σε θύτες ή παριστάμενους εθνοτικής βίας και εγκλημάτων πολέμου.
Η εμπειρία του πολέμου δεν τελείωσε με τη λήξη των εχθροπραξιών και την αποστράτευση, αλλά συνόδευσε πολλούς βετεράνους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις του Μεσοπολέμου αποτέλεσε η περίθαλψη, αποκατάσταση και κοινωνική επανένταξη των παλαιών πολεμιστών (αρτιμελών και μη). Ένα ζητούμενο της έρευνας είναι να διερευνήσει πως ο κρατικός μηχανισμός και εν μέρει η ιδιωτική πρωτοβουλία ανέλαβαν την πρόνοια για αυτή την καινούργια κοινωνική κατηγορία. Στο πλαίσιο αυτό θα εξετάσει τις ποικίλες τάσεις στο εσωτερικό των παλαιμάχων ως προς την αποτελεσματικότητα των προνοιακών μηχανισμών που αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. Συγχρόνως θα επιδιώξει να αναδείξει την εικόνα του «παλαιού πολεμιστή» όπως αυτή διαμορφώνεται στο δημόσιο λόγο της εποχής -παλαιοπολεμιστικά έντυπα, επιστολές διαμαρτυρίας, αρθρογραφία στον Τύπο, λογοτεχνία, φωτογραφίες, συμμετοχές σε εκδηλώσεις μνήμης – δίνοντας έμφαση στον οικογενειακό, κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο του σωματικού και ψυχολογικού τραύματος. Το έργο θα αντλήσει υλικό από ένα ευρύ φάσμα αρχειακού υλικού, εκδόσεων της εποχής και δευτερογενών πηγών.
- Δημήτρης Οικονόμου, Συνθέτης, Δρ Μουσικών Σπουδών – Σχολή Καλών Τεχνών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
- Γιώργος Παπαδέλης, καθηγητής Μουσικής Ακουστικής, Ψυχοακουστικής και Μουσικής Πληροφορικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)
«Συνθέτοντας μουσική για χρήστες κοχλιακών εμφυτευμάτων: Αναθεωρώντας βασικές αρχές της μουσικής σύνθεσης και της ενορχήστρωσης»
Περίληψη:
Το κοχλιακό εμφύτευμα (ΚΕ) είναι μια ηλεκτρονική συσκευή που εμφυτεύεται χειρουργικά για να αποκαταστήσει την ακοή σε άτομα με σοβαρή έως πλήρη αισθητηριακή απώλεια της ακοής. Λόγω των τεχνολογικών περιορισμών αυτών των συσκευών, ο ήχος μεταδίδεται στο ακουστικό σύστημα με παραμορφωμένη φασματική λεπτομέρεια καθώς και με μειωμένη έκταση της δυναμικής, οι οποίες με τη σειρά τους μειώνουν σοβαρά την αντίληψη των ήχων. Κατά συνέπεια, οι χρήστες κοχλιακού εμφυτεύματος αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επεξεργασία πολύπλοκων ήχων και βρίσκουν τη μουσική δύσκολα αντιληπτή.
Από την οπτική γωνία του συνθέτη, μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που τίθεται είναι πώς να βρούμε αποδοτικά μέσα στη διαδικασία της σύνθεσης έτσι ώστε να διευκολύνουμε την κατανόηση και την απόλαυση της μουσικής από τους χρήστες κοχλιακών εμφυτευμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, ο κύριος στόχος αυτής της έρευνας είναι να επανεξετάσει τις θεμελιώδεις αρχές της μουσικής σύνθεσης και ενορχήστρωσης και να προτείνει μια γραμματική προσαρμοσμένων κανόνων, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς της ακοής σε χρήστες ΚΕ. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να διατυπωθεί ένα σύστημα το οποίο θα περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων και θα παρέχει χρήσιμες πρακτικές για τη σύνθεση μουσικής, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά είτε για εκπαιδευτικούς ή για πολιτιστικούς σκοπούς. Με βάση αυτό το σύστημα, στη συνέχεια γράφεται ένα μουσικό κομμάτι για σύνολο οργάνων και παρουσιάζεται σε διάφορες ομάδες χρηστών ΚΕ. Αυτή η διαδικασία τελικά ακολουθείται από μια εστιασμένη μελέτη ερωτηματολογίου για την αξιολόγηση της δυνατότητας του προτεινόμενου συστήματος να βελτιώσει την αισθητική εμπειρία ενός χρήστη ΚΕ όταν ακούει μουσική.
- Burcu Taşkin, Assistant Professor of Political Science and Public Administration, Istanbul Medeniyet University
- Utku Özer, Post-doctoral Researcher in Political Science and History, Panteion University
«Πολιτικά Δικαιώματα και Συμπεριφορά των μη Μουσουλμανικών Μειονοτήτων στην Τουρκία λαμβάνοντας υπόψιν την υψηλή πολιτική πόλωση»
Περίληψη:
Στόχος αυτής της πρότασης είναι να εξετάσει πώς οι μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία, αναπτύσσουν νέους τρόπους για την προστασία και την απόλαυση των μειονοτικών δικαιωμάτων τους από το 2013 σε μια ατμόσφαιρα πολωμένη μεταξύ των κατεστημένων και των αντιπολιτευόμενων τμημάτων του κοινοβουλίου και πώς αυτό αντανακλάται τώρα στις εκλογικές συμμαχίες τους.
Λαμβάνοντας υπόψιν την αυξανόμενη πολιτική πόλωση στην Τουρκία από το 2013, που οικοδομήθηκε πάνω σε διάφορα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα όπως τα γεγονότα στο Gezi, τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις, προεδρικές εκλογές και στρατιωτική εξέγερση, αυτή η έρευνα επικεντρώνεται στην πολιτική συμπεριφορά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Τουρκία για να γίνει κατανοητό πώς αναπτύσσουν δημιουργικές λύσεις για την προστασία των συλλογικών και ατομικών τους δικαιωμάτων. Επίσης, πώς αντιλαμβάνονται οι μειονοτικές κοινότητες την αυξανόμενη πολιτική πόλωση που τους στοχεύει διπλά, ως τον «άλλο» τον «διαφορετικό» και τους περιορίζει το περιθώριο για πολιτική συμμετοχή για να εκφράσουν τα δικαιώματά και τα αιτήματά τους;
Το γεγονός ότι από το 2015 υπάρχουν μειονοτικοί βουλευτές σε διαφορετικά κόμματα στο τουρκικό κοινοβούλιο, καθιστά την έρευνα αυτή κρίσιμη για την διερεύνηση της πολιτικής συμπεριφοράς και των προτιμήσεων των μειονοτικών ομάδων μέσω προσωπικών συνεντεύξεων με εξέχουσα μέλη της κάθε κοινότητας (πολιτικούς, δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς) και ερευνών με τα μέλη των κοινοτήτων για να διαπιστώσει εάν προτιμούν να ευθυγραμμιστούν με το Ισλαμικό κόμμα εξουσίας ή να έχουν κοινή ψήφο με τα κοσμικά κόμματα τα οποία είναι πιο κοντά στο τρόπο ζωής τους ή να ψηφίζουν τα κόμματα που διορίζουν μειονοτικούς υποψήφιους.
Εκτός από την καταγραφή της αποτελεσματικότητας των μειονοτικών βουλευτών όσον αφορά την εργασία τους στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, οι συνεντεύξεις που θα διεξαχθούν με τους μειονοτικούς βουλευτές αποσκοπούν επίσης να διαφωτίσουν τον επίσημο λόγο που υιοθέτησαν αυτές οι κοινότητες: είναι η απαίτηση για τα συλλογικά δικαιώματα των μειονοτικών ομάδων ή ένας αγώνας για γενικά πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρη την κοινωνία – ειδικά την αντιπολίτευση.
Η προτεινόμενη έρευνα θα μετρήσει επίσης τον αντίκτυπο των πρόσφατων διμερών εντάσεων της Τουρκίας με τα συγγενικά κράτη των μειονοτικών ομάδων (δηλαδή την Ελλάδα, την Αρμενία και το Ισραήλ) και τις τόσο σχολιασμένες πολιτικές του προέδρου Ερντογάν, όπως το άνοιγμα των μουσείων της Αγίας Σοφίας και της Χώρας ως τζαμιά το καλοκαίρι του 2020 καθώς και πως αυτά τα γεγονότα επηρεάζουν τη στάση αυτών των κοινοτήτων έναντι του τουρκικού κράτους.