Research Centre for the Humanities (RCH)
EN / ΕΛ
Research Centre for the Humanities (RCH)

Νέα & Δραστηριότητες

Ανακοίνωση αποτελεσμάτων Δημόσιας Πρόσκλησης για χρηματοδότηση ερευνών για το έτος 2017

31 Οκτωβρίου 2016

Το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) έχει τη χαρά να ανακοινώσει τα αποτελέσματα της δεύτερης Δημόσιας Πρόσκλησης για την υποβολή ερευνητικών προτάσεων προς χρηματοδότηση για το έτος 2017.

Οι ερευνητικές προτάσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το ΚΕΑΕ είναι οι εξής (σε αλφαβητική σειρά με βάση το επώνυμο του αιτούντος και οργανωμένες ανά κατηγορία ένταξης):

ΜΕΤΑΔΙΔΑΚΤΟΡΕΣ

– Νικόλαος Κουρεμένος, Διδάκτωρ Ανατολικών Εκκλησιαστικών Επιστημών του Τμήματος Ανατολικών Εκκλησιαστικών Επιστημών του Ποντιφικού Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών Ρώμης.

«Προς μία διαμόρφωση της Κοπτικής ταυτότητας: H αναγέννηση της Κοπτικής Λογοτεχνίας κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του Δαμιανού (578-605)»

Η παρούσα πρόταση έχει ως στόχο να εκθέσει το ενδιαφέρον του συντάκτη σχετικά με την εκπόνηση μεταδιδακτορικής έρευνας στο αντικείμενο των Κοπτικών Σπουδών και ειδικότερα στην Κοπτική γραμματεία με κύριο σκοπό την κατάδειξη του ξεχωριστού και ιδιαίτερου χαρακτήρα της Κοπτικής γραμματειακής παραγωγής κατά την περίοδο του πατριάρχη Δαμιανού (578-605) και τη συμβολή της στη διαμόρφωση μιας αυτόχθονης και ανεξάρτητης Κοπτικής ταυτότητας. Γι’ αυτό το λόγο ο συντάκτης σκοπεύει να εξετάσει τόσο τις προσπάθειες που συνδέονται με την οργάνωση και την ενίσχυση της Κοπτικής Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του Δαμιανού όσο και τη λογοτεχνική παραγωγή αυτής της περιόδου στην Κοπτική γλώσσα. Η εν λόγω αυτόχθονη Γραμματεία είχε ως στόχο να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μια ανεξάρτητης Αιγυπτιακής Εκκλησίας, διακεκριμένης από την αντίστοιχη Βυζαντινή/Χαλκηδόνεια. Εκτός από τα συγγράμματα του ίδιου του Δαμιανού, υπάρχει μια ομάδα συγγραφέων αυτής της περιόδου, κυρίως στην περιοχή της Άνω Αιγύπτου, οι οποίοι συνέβαλλαν στη λεγόμενη Αναγέννηση της Κοπτικής γραμματείας. Συγγραφείς όπως ο Κωνσταντίνος του Σιούτ, ο Ρούφος του Σωτέπ και ο Πισέντιος της Κέφτ αποκαλύπτουν μέσα απο τα γραπτά τους μια δυναμική θέληση για τη θεμελίωση μια ξεχωριστής ταυτότητας της Κοπτικής γραμματείας, η οποία δεν αφορά μόνο μορφολογικές πτυχές αλλά και την ίδια της επιλογή των θεμάτων. Η προσέγγιση κατά συνέπεια της έρευνας χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό ιστορικής πραγματικότητας και βασικών αρχών της συγκριτικής λογοτεχνίας με στόχο να ερμηνεύσει το φαινόμενο της πολυφωνίας στο Χριστιανισμό της Ύστερης Αρχαιότητας και μάλιστα στη γεωγραφική περιοχή της Αιγύπτου. Αφορμή για την παρούσα ερευνητική πρόταση στάθηκαν οι επισημάνσεις δυο αναγνωρισμένων μελετητών της Κοπτικής γραμματείας, των Tito Orlandi και Stephen Emmel, οι οποίοι παρατήρησαν ότι η γραμματειακή παραγωγή της εποχής του Δαμιανού αποτελεί ένα ξεχωριστό τμήμα της Κοπτικής γραμματείας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σκοπός του συντάκτη είναι η διεξαγωγή συστηματικής έρευνας της σχετικής γραμματειακής παραγωγής ώστε να ενισχύσει και να επιβεβαιώσει αυτές τις γενικές και εισαγωγικές παρατηρήσεις και να συμβάλλει στην περαιτέρω μελέτη της Κοπτικής γραμματείας με την κατάδειξη της συστηματικής προσπάθειας διαμόρφωσης ξεχωριστής Κοπτικής ταυτότητας την συγκεκριμένη περίοδο. Η προτεινόμενη ερευνητική πρόσταση συνδέεται άμεσα με την διδακτορική έρευνα του συντάκτη, την κριτική έκδοση ενός Κοπτικού μαρτυρίου, στο όποιο είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να εξοικειωθεί με την Κοπτική γλώσσα αλλά και με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Κοπτικής γραμματείας της εν λόγω περιόδου.

Η έρευνα του κ. Κουρεμένου ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση από το 

 

– Δάφνη Λάππα, Διδάκτωρ Ιστορίας του Department of History and Civilization του European University Institute.

«Διαφορετικές εκδοχές του ελληνορθόδοξου κόσμου: Βενετοί και Οθωμανοί υπήκοοι στην Κέρκυρα του 18ου αιώνα»

Τι σημαίνει να είναι κανείς έλληνορθόδοξος («ρωμαίος ανατολικός, γραικός, greco») τον 18ο αιώνα; Πρόκειται για μια συμπαγή και ενιαία ιδιότητα για όλους τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς; Ή ήταν μια ιδιότητα που μπορούσε να πάρει διαφορετικές, τοπικές μορφές; Υπήρχαν, με άλλα λόγια, περισσότεροι από ένας τρόποι να είναι κανείς ελληνορθόδοξος;

Για παράδειγμα, οι οθωμανοί χριστιανοί ορθόδοξοι που έφταναν στην Κέρκυρα, μιλούσαν ελληνικά, φορούσαν τα οθωμανικά τους ρούχα, και αναγνώριζαν ως επικεφαλής της θρησκευτικής τους κοινότητας τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, πώς έβλεπαν τους κερκυραίους αστούς ορθοδόξους, με τα ευρωπαϊκά ρούχα και τις περούκες τους, που μιλούσαν ελληνικά με έντονες ιταλικές επιδράσεις ή ιταλικά και ζούσαν σε ένα δυτικό αστικό περιβάλλον, ενώ επικεφαλής της κοινότητάς τους ήταν ο Μεγάλος Πρωτοπαπάς, ένας εκκλησιαστικός αξιωματούχος που τυπικά υπαγόταν μόνο στην τοπική βενετική διοίκηση; Αυτοί οι δύο τύποι δεν αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικές εκδοχές του ελληνορθόδοξου κόσμου;

Αυτά τα ερωτήματα βρίσκονται στην καρδιά της παρούσας ερευνητικής πρότασης, η οποία, στηριζόμενη σε γραπτές και εικονογραφικές πηγές, προσεγγίζει τους κερκυραίους και ηπειρώτες ελληνορθόδοξους που ζούσαν στη μεθοριακή πόλη της Κέρκυρας τον 18ο αιώνα μέσα από μια συγκριτική οπτική, προκειμένου να μελετήσει δύο διαφορετικές εκδοχές της ελληνορθόδοξης ταυτότητας. Επιχειρείται, έτσι, η μελέτη της ταυτότητας αυτής κατά τα πρώιμα νεωτερικά χρόνια πέρα από ουσιοκρατικές αντιλήψεις, σαν μιας αναλυτικής κατηγορίας της οποίας τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνάφειες, αλλά και το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο καλούμαστε να αναδείξουμε.

Επιπλέον, μελετώντας τη διαμόρφωση της οθωμανικής ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Κέρκυρα τον 18ο αιώνα και την παράλληλη στροφή της κερκυραϊκής εκκλησίας προς μια πιο αυστηρά ορθόδοξη παράδοση κάτω από τη ρωσική επιρροή στο Ιόνιο κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, εξετάζουμε το κατά πόσο αυτές οι διαδικασίες αντανακλούν την ευρύτερη εδραίωση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή. Με αφετηρία την έννοια της ομολογιοποίησης (confessionalization), που έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς από τη δεκαετία του 1980 για να περιγράψει την προνεωτερική διαδικασία σταδιακής εδραίωσης των δυτικών χριστιανικών δογμάτων, ενώ πρόσφατα χρησιμοποιήθηκε και στη μελέτη του Ισλάμ, τίθεται το ερώτημα εάν ο 18ος αιώνας είναι για την ελληνορθόδοξη εκκλησία η αρχή της δικής της «confessionalization era»· εάν, δηλαδή, ύστερα από τον θρησκευτικά άστατο 17ο αιώνα, τον 18ο αιώνα λαμβάνει χώρα μια αυστηρότερη περιχαράκωση του ελληνορθόδοξου δόγματος, ενώ παράλληλα παρακμάζει μια κουλτούρα προσαρμογής βασισμένη στην «εκκλησιαστική οικονομία», χαρακτηριστική των προηγούμενων αιώνων.

Η κ. Δάφνη Λάππα δεν έλαβε την οικονομική ενίσχυση του ΚΕΑΕ καθώς έλαβε χρηματοδότηση για την ίδια έρευνα εντός του 2017 από άλλο φορέα, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με βασικό όρο της Δημόσιας Πρόσκλησης του ΚΕΑΕ σύμφωνα με τον οποίο οι εγκριθείσες ερευνητικές προτάσεις δεν πρέπει να έχουν άλλη πηγή χρηματοδότησης κατά το ίδιο έτος.

 

– Ιωάννης Παπαχρήστου, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Department Philosophische Fakultät I, University Humboldt-Universität zu Berlin.

«Η έννοια της μνήμης στον ύστερο πλατωνισμό»

Η έννοια της μνήμης αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις έννοιες του ανθρώπινου βίου. Όταν μιλούμε για μνήμη, όλοι φαίνεται να κατανοούμε τι σημαίνει και πώς επηρεάζει τη ζωή μας. Ωστόσο, η έννοια της μνήμης φαίνεται να εκτείνεται σε ένα ευρύτατο νοηματικό φάσμα που ουσιαστικά δυσκολεύει τον ορισμό της. Θυμόμαστε γεγονότα του παρελθόντος, πώς συνέβησαν, προσωπικές εμπειρίες και συναισθήματα. Φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, νευρολόγοι, γενετιστές και άλλοι επιστήμονες επιχειρούν, από τη δική τους σκοπιά, να ταυτίσουν τη μνήμη με συγκεκριμένες λειτουργίες ή ικανότητες του νου και να την αναγάγουν στις φυσικές διεργασίες που απαιτούνται κατά την επιτέλεσή της. Επομένως, αντιλαμβάνονται τη μνήμη ως μηχανισμό που συνδέει την αίσθηση με τη νόηση, ως βασικό εργαλείο για το σχηματισμό καθολικών εννοιών, ή ως ουσιώδες συστατικό του εαυτού, της συνείδησης και της ταυτότητας του καθενός.

Το προτεινόμενο πρόγραμμα εστιάζει στην ιστορία των θεωριών μνήμης της ύστερης αρχαιότητας, που έχει λιγότερο μελετηθεί, και στοχεύει στην ανάδειξη των διαφορετικών θέσεων σχετικά με τη μνήμη που υποστηρίχθηκαν από ύστερους Πλατωνικούς φιλοσόφους, όπως ο Ιάμβλιχος, ο Συριανός, ο Πρόκλος, ο Ερμείας, ο Δαμάσκιος, ο Ασκληπιός και ο Ολυμπιόδωρος. Ειδικότερα, η επισταμένη ανάγνωση των κειμένων αυτών των φιλοσόφων σκοπεύει να εξετάσει και διασαφηνίσει τρεις όψεις της έννοιας της μνήμης στην αρχαιότητα: (i) Οντολογία: Η μνήμη ως μία από τις λειτουργίες της ψυχής. Η σχέση της φαντασίας με τη μνήμη και η οντολογία των αντικειμένων της μνήμης. (ii) Επιστημολογία: Η μνήμη ως μέρος της γνωστικής διαδικασίας. Ο ρόλος της μνήμης στην απόκτηση γνώσης, η σχέση ανάμεσα σε μνήμη και ανάμνηση, η σχέση της μνήμης με την εμπειρία, και ο ρόλος της μνήμης στο σχηματισμό καθολικών εννοιών. (iii) Ηθική: Η μνήμη ως στοιχείο των ανθρώπινων πράξεων. Ο ρόλος της μνήμης σε σχέση με την ηδονή και τη λύπη και πως επηρεάζει την ηθική πράξη.

Η έρευνα του κ. Παπαχρήστου ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση από το 

 

– Πασχάλης Σαμαρίνης, Διδάκτωρ Πολεοδομίας και Χωροταξίας του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

«‘Σχεδιάζοντας το μέλλον μέσα στις σκιές’. Η κοινότητα των πολεοδόμων και χωροτακτών στην διάρκεια της δικτατορίας 1967-1974: μια διεπιστημονική προσέγγιση»

Η παρούσα ερευνητική πρόταση έχει ως αντικείμενο την περαιτέρω επεξεργασία και εμβάθυνση στα ευρήματα της διδακτορικής μου διατριβής η οποία εξετάζει τις χωρικές πολιτικές και τον σχεδιασμό της περιόδου της δικτατορίας. Με αφετηρία την κινητικότητα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’60, η οποία περιγράφεται συχνά και ως η «άνοιξη» της ελληνικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, η διατριβή διερευνά τις συνέχειες και τις τομές όσον αφορά στην έρευνα, στις μεταβολές του θεσμικού πλαισίου, στο δημόσιο διάλογο για την πόλη και σε συγκεκριμένες πολεοδομικές προτάσεις. Ειδικότερα εξετάζονται οι εξελίξεις στη διάρκεια της «επταετίας» στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), στο Γραφείο Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, δημιούργημα του Προκόπη Βασιλειάδη εντός του Υπουργείου Δημοσίων Έργων (ΥΔΕ), στο εμβληματικό Γραφείο Δοξιάδη και, τέλος, στον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ). Συνθέτοντας εργαλεία και θεωρητικές προσεγγίσεις από τις σπουδές του χώρου και τις κοινωνικές επιστήμες, η διδακτορική μου έρευνα αξιοποίησε υλικό προερχόμενο από ποικίλες και ετερογενείς πηγές -όπως επίσημες εκθέσεις, σχέδια, προγράμματα ανάπτυξης, τον τεχνικό και καθημερινό Τύπο, προφορικές μαρτυρίες- το οποίο σκιαγραφεί αυτή την «σκοτεινή» και αντιφατική περίοδο πολιτικού αυταρχισμού και γρήγορων κοινωνικών μετασχηματισμών.

Η μεταδιδακτορική μου έρευνα φιλοδοξεί να επεκτείνει αυτή την δουλεία σε τρείς κατευθύνσεις. Καταρχήν στην επεξεργασία εκτενούς υλικού που δεν έχει αξιοποιηθεί όπως άρθρων από τον Τύπο, των πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, κυρίως, των ζωντανών αφηγήσεων πολεοδόμων, μελών της διοίκησης και ερευνητών που δραστηριοποιούνταν κατά την εξεταζόμενη περίοδο και με τους οποίους πραγματοποίησα τα τελευταία χρόνια σειρά ημι-δομημένων συνεντεύξεων. Αυτές οι προφορικές μαρτυρίες των μελών της κοινότητας των πολεοδόμων αποτελούν, θεωρώ, μια μοναδική και εξαιρετικά πλούσια πηγή πληροφορίας για την περίοδο, που μπορούν να προσφέρουν πολύπλευρη γνώση αν αξιοποιηθούν συστηματικά οι μέθοδοι και τα εργαλεία της προφορικής ιστορίας και της ανάλυσης λόγου. Η συνεισφορά μιας τέτοιας ερευνητικής προσέγγισης υπερβαίνει, επιπλέον, την εξέταση της συγκεκριμένης περιόδου αφού θα αποτελεί μια από τις ελάχιστες εφαρμογές της εθνογραφικής έρευνας και της προφορικής ιστορίας στη μελέτη των κρατικών μηχανισμών και των τεχνοκρατικών θεσμών της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα. Επομένως, παρότι εκκινεί από το πεδίο των σπουδών του χώρου, η προτεινόμενη έρευνα έχει ως στόχο να ενταχθεί σε μια ευρύτερη, διεπιστημονική συζήτηση γύρω από τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού και τους χωροκοινωνικούς μετασχηματισμούς της μεταπολεμικής περιόδου. Ο δεύτερος στόχος της είναι επομένως θεωρητικού ενδιαφέροντος και αφορά στην επεξεργασία και εμπλουτισμό του θεωρητικού πλαισίου της διατριβής με οπτικές από την ιστορία της επιστήμης και τις θεωρίες εξέλιξης των νεωτερικών θεσμών και οργανισμών. Στα πλαίσια αυτής της εμβάθυνσης μπορεί, πιστεύω, η ελληνική περίπτωση να ενταχθεί γόνιμα και στη διεθνή συζήτηση από μια συγκριτική οπτική. Τέλος, ο τρίτος στόχος αφορά στη διάχυση και δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνάς μου, μέσω αφενός του εμπλουτισμού και της απαραίτητης αναθεώρησης του κειμένου της διατριβής ώστε να δημοσιευθεί με την μορφή βιβλίου στην ελληνική γλώσσα και αφετέρου της δημοσίευσης τουλάχιστον ενός επιστημονικού άρθρου στην αγγλική γλώσσα σε έγκριτο περιοδικό.

Ο κ. Πασχάλης Σαμαρίνης δεν αποδέχεται τη χρηματοδότηση καθώς ανέλαβε θέση εργασίας πλήρoυς απασχόλησης, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με βασικό όρο της Δημόσιας Πρόσκλησης του Κέντρου σύμφωνα με τον οποίο οι ωφελούμενοι ερευνητές πρέπει να μην έχουν πλήρη απασχόληση.

 

– Νικόλαος Χριστοφής, Διδάκτωρ Ιστορίας του Institute for Area Studies (LIAS), Leiden University, Holland.

«Η ‘Ένωση’ στην Πολιτική Ρητορική της Ελληνικής και Κυπριακής Αριστεράς τις δεκαετίες 1950 και 1960: Οι Πολύπλευρες Πορείες ενός Κινήματος»

Η παρούσα πρόταση δεν θα εστιάσει, σε αντίθεση με την κυρίαρχη βιβλιογραφική τάση να αντιμετωπίζει το Κυπριακό Ζήτημα μέσα από διπλωματική ή/και την «εθνική» αφήγηση, στα στοιχεία εκείνα και τον χαρακτήρα του κυπριακού αγώνα αυτόν καθέ αυτόν, αλλά στο πώς το αίτημα για Ένωση μεταμορφώθηκε και εσωτερικοποιήθηκε πολιτικά και κοινωνικά στην Ελλάδα και την Κύπρο. Με άλλα λόγια, το Κυπριακό Ζήτημα θα αντιμετωπιστεί όχι ως ένα θέμα «εθνικής» σημασίας αλλά ως δομικό στοιχείο το οποίο ορίζει και διαμορφώνει την πολιτική ζωή, και ως έτσι παρέχει σημείο συναντήσεων και αποκλίσεων διαφορετικών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, το σημαινόμενο του γλωσσικού σημείου «Κυπριακό» γίνεται επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Σκοπός της έρευνας είναι να αναλύσει τους όρους και τις προϋποθέσεις ανασημασιοδότησης στο λόγο της Αριστεράς της ίδιας της έννοιας του Κυπριακού, και ιδίως μέσα σε ένα Ψυχροπολεμικό πλαίσιο, το πώς αυτή εκφέρεται στην παρούσα πολιτική συγκυρία συμπυκνώνοντας ευρύτερα πολιτικά νοήματα και αντιθέσεις. Η έρευνα θα βασιστεί στη διαπραγμάτευση του Κυπριακού από τους πολιτικούς χώρους και ιδίως την Αριστερά, από τη στιγμή που η εθνική αξίωση για Ένωση του νησιού με την Ελλάδα αποτέλεσε κομβικό σημείο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Για να το πετύχουμε αυτό χρειάζεται να απαντήσουμε μια σειρά ερωτημάτων: α) Πώς το αίτημα για Ένωση ενσωματώθηκε στα πολιτικά προγράμματα της Αριστεράς στην Ελλάδα και την Κύπρο; β) Πώς αυτό επηρέασε το πολιτικό πρόσωπο των κομμάτων; γ) Πώς η ίδια η Αριστερά αντιμετώπιζε, ενσωμάτωνε, και ερμήνευε το ζήτημα κάθε φορά που νέες εξελίξεις λάμβαναν χώρα και που οδηγούσαν σε διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα της Ένωσης; Τέλος, ένα ζήτημα το οποίο είναι κρίσιμης σημασίας αφορά το πώς η Ένωση ερμηνευόταν μέσα σε ένα αποικιακό/μετα-αποικιακό πλαίσιο, και, με άξονα αυτό, πώς άλλαζε η σχέση του σοσιαλισμού με τον εθνικισμό. Με άλλα λόγια, αυτή η πρόταση θα επιχειρήσει να αποτελέσει μια μελέτη της ιστορίας της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και του «Κυπριακού», μέσα από την Αριστερά και σε συνάρτηση με αυτήν.

Η έρευνα του κ. Χριστοφή ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση από το 

 

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ

– Σοφία Νικολαΐδου, Διδάκτωρ Πολεοδομίας και Χωροταξίας του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

«Αστικές κοινωνικές πρωτοβουλίες για ‘διατροφική δικαιοσύνη’: νέες μορφές δικτύων αλληλεγγύης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην Ελλάδα»

H ερευνητική πρόταση πραγματεύεται την πρόσφατη άνοδο των κοινωνικών αιτημάτων για «διατροφική δικαιοσύνη» (food justice) στην Ελλάδα, η οποία εντάσσεται στον ευρύτερο θεωρητικό προβληματισμό που αναπτύσσεται διεθνώς γύρω από την έννοια της «αστικής ανθεκτικότητας» (urban resilience) και την αναγκαιότητα της ασφάλειας των τροφίμων και του τροφικού σχεδιασμού των πόλεων, ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Επισημαίνοντας τόσο τους διατροφικούς κινδύνους της βιομηχανοποιημένης γεωργίας όσο και το δικαίωμα ισότιμης πρόσβασης σε φρέσκα και υγιεινά τρόφιμα για όλες τις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού, η έρευνα θέτει ζητήματα που σχετίζονται με την καταπολέμηση της φτώχειας και την επίτευξη κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο της τρέχουσας ύφεσης (ανεργία, φτώχεια, μείωση κοινωνικής πρόνοιας και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής), αναδύθηκαν πρωτοβουλίες τόσο «από κάτω» όσο και από δημόσιους φορείς που προωθούν καινοτόμες μορφές συλλογικής δράσης και δίκτυα αλληλεγγύης στον τομέα της διατροφής και της αγροτροφικής αλυσίδας (π.χ. αστικοί λαχανόκηποι, Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία-ΚΥΓ, δίκτυα χωρίς μεσάζοντες). Αφενός, μια σειρά πρωτοβουλιών που ενεργοποιείται «από κάτω» μέσω άτυπων δικτύων αλληλεγγύης, ομάδων πολιτών και συλλογικοτήτων που προάγουν εναλλακτικά δίκτυα τροφίμου με τη μορφή μικρών αλυσίδων διακίνησης και διανομής, αστικούς λαχανόκηπους, εκπαιδευτικές δράσεις και άλλες συλλογικές δομές αυτοβοήθειας, ενδυναμώνουν την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Αφετέρου, ποικίλες δομές κοινωνικής αλληλεγγύης σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως π.χ. οι νεοεμφανιζόμενοι δημοτικοί λαχανόκηποι, προσανατολίζονται περισσότερο στην καταπολέμηση των πιεστικών φαινομένων επισιτιστικής και οικονομικής αποστέρησης των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και κοινωνικού αποκλεισμού.

Στόχος της έρευνας είναι η θεωρητική και εμπειρική εξέταση των νέων τάσεων και της σύγχρονης δυναμικής των αναδυόμενων κοινωνικών αστικών κινημάτων και πρωτοβουλιών «διατροφικής δικαιοσύνης» που φέρουν καινοτόμα χαρακτηριστικά σε συνθήκες κρίσης. Μέσω της ανάλυσης των διαφορετικών χαρακτηριστικών, των κινήτρων και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φορέων ως κοινωνικών υποκειμένων που εμπλέκονται στις πρωτοβουλίες θα διερευνηθούν οι διασυνδέσεις μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, οι διαδικασίες κοινωνικής κατασκευής του τόπου, και ο επαναπροσδιορισμός κοινών αξιών και αρχών που διέπουν τα καταναλωτικά πρότυπα και τον τρόπο ζωής. Επιπλέον, επιχειρεί να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο τυπικές και άτυπες «από κάτω» πρακτικές και κοινωνικά διαχειριζόμενες δράσεις συσχετίζονται με πρωτοβουλίες των δημόσιων φορέων, αν υπάρχουν δυνατότητες συνεργειών και σε τι βαθμό αυτές μπορούν να επηρεάσουν τους κυρίαρχους τρόπους παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης τροφίμων. Ως εκ τούτου, η ανάλυση επικεντρώνεται σε δύο βασικά ερωτήματα: α) Ποια είναι τα κίνητρα, οι αντιλήψεις και οι εμπειρίες των καταναλωτών και των παραγωγών που συμμετέχουν σε εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων; Τι είδους νέοι δεσμοί παράγονται μεταξύ τροφίμων, χώρου και υποκειμένων; β) Ποιες είναι οι διασυνδέσεις και συνέργειες μεταξύ των από κάτω κοινωνικών κινημάτων και των δημόσιων πρωτοβουλιών για τα αγροτροφικά θέματα;

Προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα, θα πραγματοποιηθεί έρευνα πεδίου σε αντιπροσωπευτικές κινηματικές και δημοτικές πρωτοβουλίες που δρουν στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας μέσα από: α) Ημι-δομημένες συνεντεύξεις με πολίτες και δημόσιους φορείς που εμπλέκονται σε πρωτοβουλίες αστικής γεωργίας (αυτοδιαχειριζόμενοι και δημοτικοί λαχανόκηποι) β) Συμμετοχική παρατήρηση σε ένα αλληλέγγυο δίκτυο παραγωγών-καταναλωτών (ΚΥΓ) που προωθεί την απευθείας πώληση εβδομαδιαίων καλαθιών λαχανικών –χωρίς μεσάζοντες- σε γειτονιές της Αθήνας.

Η έρευνα της κ. Νικολαΐδου ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

 

– Άννα Παπαέτη, Διδάκτωρ Μουσικολογίας από το τμήμα Μουσικών Σπουδών του King’s College London, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

«Μουσική στα στρατόπεδα κράτησης στη (μετ)εμφυλιακή περίοδο στην Ελλάδα (1947–1957)»

Η πρόταση πραγματεύεται την (κατά)χρήση της μουσικής σε στρατόπεδα κράτησης κατά την (μετ)εμφυλιακή περίοδο στην Ελλάδα 1947–1957. Επικεντρώνεται σε μια διάσταση της μουσικής η οποία δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς, στους τρόπους δηλαδή με τους οποίους η μουσική έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο τρόμου κι εξευτελισμού με στόχο να «σπάσει» τους φυλακισμένους αλλά και να λειτουργήσει ως ένα είδος «πλύσης εγκεφάλου». Παρά τη σημαντική παρουσία στρατοπέδων κράτησης κατά τον εικοστό αιώνα, η χρήση της μουσικής σε αυτό το πλαίσιο δεν έχει γίνει αντικείμενο ενδελεχούς έρευνας, με εξαίρεση τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα Γκούλαγκ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αξίζει τεκμηρίωσης και ενδελεχέστερης ανάλυσης από ιστορική, μουσικολογική, και ψυχαναλυτική σκοπιά το γεγονός ότι η μουσική αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο των στρατοπέδων κράτησης, καθώς και η δυνατότητα της να εμψυχώνει αλλά και να καταρρακώνει τους κρατούμενους. Γεφυρώνοντας αυτό το κενό, η προτεινόμενη μελέτη θα ερευνήσει τις ποικίλες χρήσεις της μουσικής στα στρατόπεδα κράτησης της (μετ)εμφυλιακής περιόδου στην Ελλάδα, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στη Μακρόνησο. Συγκεκριμένα θα εξετάσει: (1) τη χρήση της μουσικής ως μέσου «διαπαιδαγώγησης», τιμωρίας, εξευτελισμού, και τρόμου, (2) τις επίσημες ορχήστρες και χορωδίες των στρατοπέδων, σχολιάζοντας ιδιαίτερα το σύνθετο ζήτημα της υπό διαταγή μουσικής εκτέλεσης, (3) το ρόλο του ραδιοσταθμού της Μακρονήσου, αλλά και τη χρήση του ραδιοφώνου σε άλλους τόπους κράτησης, (4) τις μουσικές δραστηριότητες και τις πρωτοβουλίες των κρατουμένων, καθώς και τη στάση τους απέναντι σε είδη Ελληνικής μουσικής, όπως το ρεμπέτικο.

Μέσα από αρχειακή έρευνα και συνεντεύξεις, η προτεινόμενη έρευνα θα τεκμηριώσει τη χρήση της μουσικής αλλά και τη μουσική ζωή στα στρατόπεδα κράτησης αναθεωρώντας στερεότυπα ή μύθους που συνδέονται με αυτήν. Η έρευνα θα βασίζεται σε σειρά συνεντεύξεων με πρώην κρατούμενους, προβαίνοντας σε εξαντλητική αναδίφηση σε αρχεία όπως τα ΑΣΚΙ, τα Αρχεία της Βουλής, το αρχείο του Μουσείου Εξορίστων, το Αρχείο Οπτικοακουστικών Μαρτυριών (Πανεπιστήμιο Βόλου). Μεθοδολογικά θα διέπεται από ένα διεπιστημονικό θεωρητικό πλαίσιο, που συνδυάζει μουσικολογία, ιστορία, φιλοσοφία, σπουδές του τραύματος και κριτική θεωρία. Η μελέτη θα αναδείξει τη σύνδεση της μουσικής με στρατηγικές καταπίεσης και όρους καταστολής, αλλά και με τη δυνατότητα εμψύχωσης των κρατουμένων. Η σημασία της πρότασης αυτής δεν περιορίζεται μόνο στην καταγραφή και στην κριτική κατανόηση του ιστορικού παρελθόντος. Δεδομένης της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, τα ερευνητικά ευρήματα καθίστανται αξιοποιήσιμα στις παρούσες συζητήσεις για τα στρατόπεδα φιλοξενίας μεταναστών/προσφύγων. Συγκεκριμένα, τα ερωτήματα και τα ευρήματα της έρευνας θα παρουσιαστούν σ’ ένα δίκτυο οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, συμβάλλοντας έτσι στη δημόσια συζήτηση.

Η έρευνα της κ. Παπαέτη ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

 

– Νικόλαος Τζαφλέρης, Διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

«Ο ρόλος της JOINT στη μεταπολεμική Ελλάδα»

Η ερευνητική πρόταση εστιάζει στο ρόλο της American Jewish Joint Distribution Committee (JDC γνωστή κυρίως ως JOINT) στην Ελλάδα μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ναζιστική Γερμανία εξόντωσε με συστηματικό τρόπο τους Εβραίους της Ευρώπης καταστρέφοντας τις περισσότερες εβραϊκές κοινότητες. Μέσα στο μεταπολεμικό χάος του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου η βοήθεια του ελληνικού κράτους για την ανασυγκρότηση των εβραϊκών κοινοτήτων ήταν ουσιαστικά αδύνατη και η JOINT ήρθε να καλύψει αυτό το κενό. Η JOINT συνεισέφερε στην οργάνωση και διαχείριση της βοήθειας των Αμερικανών Εβραίων προς τους ομοθρήσκους τους στην Ευρώπη, τόσο σε επίπεδο ανασύστασης της συλλογικής ζωής των κοινοτήτων, όσο και σε επίπεδο ανασυγκρότησης των περιουσιών τους και των θρησκευτικών και κοινωνικών ιδρυμάτων τους. Η έρευνα θα εξετάσει ποιος ήταν ο ρόλος της JOINT στην Ελλάδα στην υλοποίηση αυτής της προσπάθειας. Ποιες ήταν οι σχέσεις της JOINT με τις τοπικές εβραϊκές κοινότητες. Ποια η θέση της στο δίκτυο των διεθνών οργανισμών ανθρωπιστικής βοήθειας (όπως ο Ερυθρός Σταυρός και η UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration) και των εβραϊκών οργανισμών, (όπως οι Central British Fund, Jewish Relief Unit, World ORT και World Jewish Congress) που πρόσφεραν βοήθεια στους Εβραίους της Ελλάδας. Ποια η κεντρική πολιτική της JOINT για την Ευρώπη και την Ελλάδα ειδικότερα, έτσι όπως διαμορφώθηκε από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν κατά την μεταπολεμική και εμφυλιοπολεμική περίοδο. Ποιος ο ρόλος των τοπικών στελεχών της JOINT στην στρατηγική που ακολούθησε η οργάνωση στην Ελλάδα. Πώς δέχθηκαν τη βοήθεια της JOINT οι ελλαδικές εβραϊκές κοινότητες ή και την παρέμβαση στα εσωτερικά τους. Και ποια τέλος στάση υιοθέτησε η JOINT στο ζήτημα της μετανάστευσης των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Τα παραπάνω θα αναλυθούν μέσα στο πλαίσιο του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα που κυριαρχείται από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Αν και κεντρικό αντικείμενο της έρευνας θα είναι ο μεταπολεμικός ρόλος της JOINT, απαραίτητη αναφορά θα γίνει και στο ανθρωπιστικό της έργο στην Ελλάδα κατά το μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ, προκειμένου να γίνει πιο κατανοητός ο ρόλος της και οι συνέχειες και αλλαγές στη δραστηριότητά της. Η έρευνα θα βασιστεί σε πρωτογενές αρχειακό υλικό που θα συλλεχθεί με επιτόπια έρευνα από το αρχείο της JOINT στη Νέα Υόρκη, σε συνδυασμό με αρχειακά τεκμήρια που έχουν ήδη συλλεχθεί και μελετηθεί με επιτόπια έρευνα σε αρχεία του Λονδίνου και των Ιεροσολύμων. Επίσης στο πλαίσιο της έρευνας διεξάγονται συνεντεύξεις με επιζώντες του Ολοκαυτώματος και μελετώνται προφορικές συνεντεύξεις από αρχεία προφορικής ιστορίας, όπως του Yad Vashem και του USC Shoah Foundation. Η συμβολή της JOINT στην ανασύσταση των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα έχει συγκεντρώσει ισχνό ερευνητικό ενδιαφέρον μέχρι στιγμής και η παρούσα έρευνα φιλοδοξεί να καλύψει αυτό το κενό.

Η έρευνα του κ. Τζαφλέρη ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

 

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

– Ειρήνη Γκουνταρούλη, Διδάκτωρ Ιστορίας των Επιστημών, Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης, ΕΚΠΑ. Βασίλειος Ρούτσης, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Centre for Digital Humanities, Department of Information Studies, University College London. Μανώλης Πατηνιώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας της Επιστήμης, Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης, ΕΚΠΑ.

«Χαρτογραφώντας τον Διαφωτισμό: Τα Πνευματικά Δίκτυα και η Διαμόρφωση της Γνώσης στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια»

Ποιος είναι ο ρόλος των πνευματικών και γεωγραφικών ταξιδιών των λογίων της περιφέρειας στη διαδικασία διαμόρφωσης της γνώσης κατά την περίοδο του Διαφωτισμού; Με ποιόν τρόπο μπορεί το πεδίο των digital humanities να συνεισφέρει, να ενισχύσει ή να αλλάξει την εικόνα την οποία έχουμε για τη διαδικασία διαμόρφωσης της γνώσης κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού;

Η χρήση εργαλείων ψηφιακής και διαδραστικής χαρτογραφίας για την οπτικοποίηση, διερεύνηση και ανάλυση δεδομένων γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής στο πεδίο των digital humanities, επεκτείνοντας τις δυνατότητες της διαδικτυακής γεωαπεικόνισης. Αν και ήδη έχουν κάνει την εμφάνιση τους ενδιαφέρουσες ακαδημαϊκές δικτυακές πλατφόρμες, η τωρινή εμπειρία της ιστορικής δικτυακής χαρτογραφίας δεν είναι ιδιαιτέρως αναπτυγμένη έτσι ώστε να μπορεί να προσφέρει αναλυτική λειτουργικότητα και να συνδυάσει την κριτική ιστορική έρευνα με τις ψηφιακές τεχνολογίες με αποτελεσματικό τρόπο.

Βασισμένη στη σύγκλιση των πιο πρόσφατων επιτευγμάτων στη ψηφιακή χαρτογραφία και των πιο καινοτόμων ιστοριογραφικών επιχειρημάτων σχετικά με την ιστορική αναπαράσταση του Διαφωτισμού, η προτεινόμενη ερευνητική ομάδα στοχεύει στην ανάπτυξη ενός φιλικού προς τον χρήστη ιστότοπου διαδραστικών και δυναμικών ιστορικών χαρτών. Εν συντομία, η ομάδα θα δουλέψει πάνω στην οπτικοποίηση των πνευματικών και γεωγραφικών δικτύων τα οποία αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα από τους ελληνόφωνους λόγιους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τους Πορτογάλους estrangeirados, τους Ισπανούς pensionados και τους Σκανδιναβούς λόγιους. Η μελέτη θα βασιστεί στις πιο πρόσφατες καινοτομίες στο πεδίο της ψηφιακής χαρτογραφίας με στόχο την ανάπτυξη ενός εύχρηστου διαδραστικού ιστότοπου πολυεπίπεδων δυναμικών χαρτών, στον οποίο θα απεικονίζονται τα δρομολόγια των λογίων αυτών και οπτικά θα αναπαριστώνται τα δίκτυα μεταξύ των πνευματικών κέντρων και περιφερειών της περιόδου. Αυτός ο διαδραστικός ιστότοπος θα δείχνει με απλό και αποτελεσματικό τρόπο πώς τα πνευματικά δίκτυα τη Ευρωπαϊκής περιφέρειας του 17ου και 18ου αιώνα συνέβαλλαν στη διαδικασία διαμόρφωσης της γνώσης κατά την περίοδο του Διαφωτισμού.

Το θεωρητικό υπόβαθρο της μελέτης βασίζεται στην ιστορία της επιστήμης. Ακολουθώντας την ιδέα ότι το σύστημα γνώσης στην Ευρώπη διαμορφώθηκε σταδιακά μέσω μίας δυναμικής και πολυεπίπεδης διαδικασίας, η μελέτη θα βασιστεί στην έννοια «moving localities» την οποία εισήγαγαν οι ιστορικοί της ακαδημαϊκής ομάδας STEP (Επιστήμη και Τεχνολογία στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια). Η μελέτη θα συνδυάσει τις θεωρίες των ιστορικών αυτών, με τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα στο πεδίο της ψηφιακής χαρτογραφίας με στόχο να δημιουργήσει ένα ιστότοπο ιστορικών χαρτών, βάσει του οποίου θα αναδεικνύεται η κατανόηση της ανάδυσης της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας ως η έκφραση μίας δυναμικής γεωγραφίας. Προτείνοντας μία καινοτόμα εικόνα της διαμόρφωσης της γνώσης κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, η παρούσα μελέτη στοχεύει να εισέλθει δυναμικά στην τρέχουσα εμπειρία των digital humanities και να προτείνει μία καλύτερη κατανόηση του ρόλου των πνευματικών ροών της περιφέρειας. Επίσης, στοχεύει με μοναδικό τρόπο να συνδυάσει τις πιο πρόσφατες πρωτοποριακές τεχνολογίες στην ψηφιακή χαρτογράφηση και θα προτείνει καινοτόμους τρόπους αποθήκευσης, μεταφοράς, απεικόνισης και διερεύνησης των ιστορικών δεδομένων. Ο απώτερος σκοπός της ερευνητικής πρότασης είναι να καταφέρει να επηρεάσει και άλλους ερευνητές και να κινητοποιήσει νέες μελέτες στο πεδίο των digital humanities αλλά και άλλων συγγενικών πεδίων.

Η έρευνα της ομάδας Γκουνταρούλη-Ρούτση-Πατηνιώτη ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

 

– Gianluca Cantoro, Διδάκτωρ Αρχαιολογίας, Department of Human Sciences, University of Foggia. Χριστίνα Τσιγωνάκη, Επίκουρη Καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης. Στεφανία Μιχαλοπούλου, Υποψήφια Διδάκτωρ Αρχαιολογίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«ΠΙΟ ΨΗΛΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΟΥΝΑ. Απολιθωμέναανθρωπογενή τοπία σε ορεινές περιοχές ερευνημένα από τον ουρανό»

Το πρόγραμμα «Πιο ψηλά από τα βουνά» έχει σαν σκοπό του μια εκτεταμένη εναέρια αρχαιολογική έρευνα πάνω από τα βουνά της Κρήτης με σκοπό τη δημιουργία ενός άτλαντα ιστορικών οικισμών, απλών κτισμάτων και συναφών πολιτιστικών κατασκευών.

Το πρόγραμμα εμπνέεται από τη θεώρηση πως ο χώρος που μας περιβάλλει και με τον οποίο αλληλεπιδρούμε συνεχώς, δεν είναι μια στατική οντότητα, αλλά το αποτέλεσμα σύνθετων σχέσεων και επιρροών μεταξύ των ανθρώπων (και του πολιτισμού τους), των ζώων και των τοπίων. Τα υλικά και τα απτά παράγωγα τέτοιων αλληλεπιδράσεων – που συχνά εμπεριέχουν περισσότερες μεταβλητές από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν –βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία αναδιαμόρφωσης ή ανανοηματοδότησης, ενώ άλλα εξαλείφονται, καταστρέφονται ή βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας της «ανάπτυξης» συγκεκριμένων περιοχών. Μερικές φορές όμως οι παλαιές κατασκευές στέκουν ακόμη ως οργανικά και εικονικά στοιχεία του τοπίου, μέσω μιας φυσικής διαδικασίας μνημειοποίησης, σχεδόν σαν απολιθώματα ή αλλιώς ως απολιθωμένα ανθρωπογενή τοπία. Η οργανική ενσωμάτωσή τους στο τοπίο που τα περιβάλλει είναι τέτοια, ώστε η παρουσία τους συχνά υποτιμάται, παρερμηνεύεται ή απλώς αγνοείται.

Η τάση να αγνοούνται τα παλαιά κτιστά ανθρωπογενή περιβάλλοντα, ακόμη και όταν η κατασκευή τους σε δυσπρόσιτα ορεινά σημεία πολλαπλασιάζει την αξία τους ως καταλοίπων πολιτιστικής κληρονομιάς, προκαλείται -και παραδόξως προκαλεί- και ευνοείται από την άγνοια του σκοπού τους: τι είναι αυτή η κατασκευή· ήταν πάντα έτσι· ποιος την έκτισε· γιατί κτίστηκε και γιατί εδώ· τη χρησιμοποιεί ακόμη κάποιος·πόσο συχνά και για ποιούς σκοπούς;

Σύμφωνα με τους Knapp και Ashmore, το τοπίο είναι «μια οντότητα η αρετή της οποίας γίνεται αντιληπτή, βιώνεται και πλαισιώνεται από τον άνθρωπο». Εάν οι ανεξάρτητες σχέσεις που οι άνθρωποι διατηρούν με τις φυσικές, κοινωνικές και πολιτιστικές διαστάσεις των περιβαλλόντων τους δια μέσου του χώρου και πέραν του χρόνου διασπαστούν, το τοπίο αυτό καθαυτό χάνει την πολιτισμική του ταυτότητα, και το πιο σημαντικό, χάνονται σελίδες της ιστορίας και του πολιτισμού των ορεσίβιων πληθυσμών. Η φιλοδοξία της προτεινόμενης μελέτης είναι να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει στη σύγχρονη γνώση περί των εγκαταλελημμένων ορεινών χωριών, χρησιμοποιώντας τις παραδοσιακές γεωμορφολογικές και τις πιο φαινομενολογικές ή πολιτιστικές απόψεις για το τοπίο με σταθερές προερχόμενες από την εθνογραφία. Η σχέση μεταξύ ανθρώπων και γης είναι πάντα υπαρκτή και δυναμική και μια τέτοια σχέση συνεπάγεται συνέργεια ανθρώπου και περιβάλλοντος και όχι παθητικότητα. Πρόκειται για ένα είδος «ταφονομικής» προοπτικής, εφαρμοσμένης στη μελέτη των τοπίων, σύμφωνα με την οποία η εξέλιξη του τοπίου «συμμετέχει στην απαραίτητη διασύνδεση μεταξύ πολιτιστικών και φυσικών διαδικασιών». Την ίδια στιγμή, η δομή του τοπίου πρέπει να αναγνωριστεί και να αναλυθεί ποσοτικά πριν γίνουν κατανοητές οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των υποδειγμάτων του τοπίου και των οικολογικών διαδικασιών. Τα περισσότερα τοπία έχουν επηρεαστεί από τη χρήση από τον άνθρωπο και το επακόλουθο μωσαϊκό είναι ένα μείγμα ψηφίδων φυσικής και ανθρωπογενούς προέλευσης που διαφέρουν μεταξύ τους σε μέγεθος, σχήμα και διευθέτηση.

Η έρευνα της ομάδας Cantoro-Μιχαλοπούλου-Τσιγωνάκη ενισχύθηκε οικονομικά από το ΚΕΑΕ με τη χρηματοδότηση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.

 

ΕΠΙΛΑΧΟΝΤΕΣ

1η θέση

– Ξένια Χρυσοχόου, Καθηγήτρια Κοινωνικής & Πολιτικής Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Άρτεμις Γρίβα, Διδάκτωρ Ψυχολογίας, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Σπυριδούλα Ντάνη, Διδάκτωρ Ψυχολογίας, Department of Psychology, University of Surrey, UK.

«Αλληλεγγύη και Συνοχή στην Ελλάδα της κρίσης: Μία κοινωνιο-ψυχολογική ανάλυση των αναπαραστάσεων των ειδικών και του κοινού νου για τις κοινωνικές πολιτικές»

Στόχοι. Η παρούσα πρόταση στοχεύει να διερευνήσει τις επιπτώσεις της κρίσης στον κοινωνικό ιστό στην Ελλάδα της κρίσης, καθώς και τους παράγοντες που προάγουν ή απειλούν την κοινωνική συνοχή. Στοχεύουμε να διερευνήσουμε τις αντιλήψεις των ειδικών και του κοινού νου σχετικά με τις ανισότητες που προκαλεί η κρίση, καθώς και τις αναπαραστάσεις της αλληλεγγύης, ως παράγοντες που ευνοούν ή παρεμποδίζουν την αποδοχή των πολιτικών κοινωνικής προστασίας. Με βάση τις θεωρίες και τα αναλυτικά εργαλεία της κοινωνιο-ψυχολογικής ανάλυσης προτείνεται μία σειρά ποιοτικών ερευνών, με τους ακόλουθους στόχους: Α) Να διερευνηθούν οι απόψεις των ειδικών σχετικά με τις αναγκαίες κοινωνικές πολιτικές στον τομέα ειδικότητάς τους, και το πώς αυτοί αξιολογούν τους θεσμούς κοινωνικής προστασίας σε περίοδο κρίσης. Ιδιαίτερη προσοχή θα δοθεί στον λόγο των ειδικών σχετικά με τις απαραίτητες πολιτικές για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και την καταπολέμηση της ανασφάλειας και της φτώχειας. Β) Να εξεταστούν οι αναπαραστάσεις του κοινού νου σχετικά με την κοινωνική πρόνοια και να αναδειχθούν οι πιθανές συγκρούσεις μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, καθώς και οι παράγοντες που εμποδίζουν τους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Ιδιαίτερη προσοχή θα δοθεί στoν τρόπο που οι άνθρωποι διαχειρίζονται τις συγκρούσεις αυτές στη συζήτηση, και στον τρόπο που οι ακραία περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι μετανάστες, αντιλαμβάνονται τις πολιτικές πρόνοιας που απευθύνονται στις ανάγκες τους. Γ) Να συνδεθούν τα εμπειρικά αυτά ευρήματα με πιθανές πολιτικές πρόνοιας και με στρατηγικές ανακούφισης των ατόμων και των ομάδων από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.

Περιγραφή. Η πρόταση αυτή εξετάζει τις νόρμες, τις ιδεολογικές πεποιθήσεις και τις αντιλήψεις της κρίσης, και πώς αυτές σχετίζονται με την αποδοχή πολιτικών πρόνοιας και με τις αναπαραστάσεις της αλληλεγγύης καθώς και με τις κοινωνικές υπαγωγές των συμμετεχόντων. Θα μελετηθούν διάφορες πολιτικές (πχ υγεία, στέγαση, κοινωνική ασφάλιση, ανεργία), διάφορες ομάδες αποδεκτών και διάφοροι θεσμοί υπεύθυνοι για την παροχή των πολιτικών, στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που αντιμετωπίζει το ακραίο και απειλητικό γεγονός μιας πολύπλευρης κρίσης.

Επιστημονική συμβολή. Η πρόταση θα συνεισφέρει στην κατανόηση των παραγόντων που προωθούν την κοινωνική συνοχή και την αντιμετώπιση ακραίων κοινωνικών συνθηκών. Στοχεύει να συμβάλει σημαντικά στην υφιστάμενη βιβλιογραφία και έρευνα σχετικά με τη γένεση των κοινωνικών αναπαραστάσεων σε συνθήκες νέων και απειλητικών κοινωνικών εμπειριών. Η έρευνα στοχεύει επίσης να συμβάλει στον διάλογο σχετικά με την κοινωνική πολιτική, με συγκεκριμένες κατευθύνσεις κοινωνικής πολιτικής.

Μεθοδολογία. Προτείνεται μία σειρά ποιοτικών ερευνών που θα διερευνήσουν εις βάθος τις συγκρούσεις και αντιφάσεις ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Οι έρευνες αυτές θα εξετάσουν επιπλέον την αλληλεπίδραση και τις σχέσεις ανάμεσα στις απόψεις των ειδικών και του κοινού νου σχετικά με τις προτεραιότητες και τις πρακτικές κοινωνικών πολιτικών. Γι’ αυτόν τον σκοπό, θα διεξαχθούν 35-40 συνεντεύξεις με ειδικούς από διάφορους τομείς της παροχής κοινωνικής πρόνοιας. Επίσης θα διεξαχθούν 7 ομάδες εστίασης, 3 με συμμετέχοντες ίδιας ηλικιακής κατηγορίας, 2 με μικτή σύνθεση ως προς την ηλικιακή κατηγορία, καθώς και 2 με μετανάστες. Μία προκαταρκτική μελέτη τεκμηρίωσης θα προηγηθεί των ποιοτικών ερευνών. Τα ερευνητικά ευρήματα θα παρουσιαστούν σε ημερίδα, ενώ θα συνταχθεί τελική έκθεση με τα συμπεράσματα και τις προτεινόμενες κατευθύνσεις κοινωνικής πολιτικής.

2η θέση

– Δήμητρα Βασιλειάδου, Διδάκτωρ Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης.

«Απαγορευμένα συναισθήματα:Μελαγχολία και οικογενειακοί δεσμοί στο γύρισμα του 19ου αιώνα»

Η διαπίστωση ότι τα συναισθήματα έχουν ιστορία οδήγησε στην ανάπτυξη ενός ιδιαίτερα δυναμικού ερευνητικού πεδίου διεθνώς, την ιστορία των συναισθημάτων. Μια πλούσια εκδοτική παραγωγή έχει τροφοδοτήσει την τελευταία δεκαετία ζωηρές μεθοδολογικές και θεωρητικές συζητήσεις που βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη (Rosenwein, 2010). Πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι κυρίως, αλλά και ιστορικοί που εστιάζουν στις πολιτισμικές διαστάσεις των οικογενειακών δεσμών, έχουν υποδείξει ότι οι τελευταίοι συγκροτούνται και αναδιατάσσονται κατά βάση μέσα από συναισθηματικές διατυπώσεις (Lutz, 1986). Λίγες είναι ωστόσο οι διεθνείς μελέτες που πραγματεύονται την ιστορική συγκρότηση ‘ανεπιθύμητων’ συναισθημάτων εντός του οικιακού χώρου για να αναδείξουν τις συγκρουσιακές και ιεραρχικές διαστάσεις του. Σε ό,τι μάλιστα αφορά την εγχώρια ιστορική έρευνα, μας είναι εντελώς άγνωστη ακόμα η συναισθηματική συγκρότηση της ζωής στο παρελθόν, πόσο μάλλον οι αρνητικές σημάνσεις και οι δυσαρμονικές όψεις της.

Η προτεινόμενη έρευνα έρχεται να καλύψει αυτό το κενό. Με οδηγό τέσσερα εκτεταμένα επιστολογραφικά σώματα (≥ 400 επιστολές) τα οποία συντάχθηκαν από γυναίκες και άνδρες που προέρχονταν από εύπορες, μορφωμένες κοινωνικές κατηγορίες λίγες δεκαετίες πριν και μετά το γύρισμα του 19ου αιώνα, εστιάζει στη συναισθηματική εμπειρία της μελαγχολίας και στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις της. Η εμπειρία αυτή δεν εξετάζεται μόνο εξατομικευμένα αλλά και συσχετικά: ως παράγωγο δηλαδή συγκεκριμένων οικογενειακών σχέσεων. Η ταυτόχρονη αξιοποίηση της ιατρικής βιβλιογραφίας της περιόδου αλλά και σειράς εκλαϊκευμένων δημοσιευμάτων θα αναδείξει την ιστορική διαμόρφωση της συγκεκριμένης συναισθηματικής διαταραχής ως ασθένειας, μέσα από την αλληλοδιαπλοκή ιδιωτικών και δημόσιων λόγων. Από τη διεθνή βιβλιογραφία γνωρίζουμε ότι η μελαγχολία υπήρξε ένας όρος με αμφίσημα νοήματα από την αρχαιότητα. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα επίπονο συναίσθημα, μια ψυχική διαταραχή, την επικάλυψη ενός συμπτώματος με την ασθένεια που το προκαλούσε, ή μια κατάσταση του νου χωρίς παθολογικές εκδηλώσεις. Στην παρούσα μελέτη η πλαστικότητα αυτή μετατρέπεται σε χρήσιμη μεθοδολογική στρατηγική για μια πολυπρισματική διερεύνηση δυσαρμονικών όψεων της οικογενειακής ζωής στο παρελθόν.

Η βασική υπόθεση εργασίας από την οποία εκκινεί η προτεινόμενη έρευνα είναι ότι με δεδομένη την αναγνώριση των δεσμών αγάπης ως των μόνων επιτρεπτών σχέσεων στους κόλπους της οικογένειας, και την κυριαρχία του αξιακού μοντέλου του συντροφικού γάμου ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το λεξιλόγιο της μελαγχολίας στο υπό εξέταση υλικό συνιστά μεταφορά που επιστρατεύεται για να σημάνει ενδοοικογενειακή αταξία. Η παραπάνω υπόθεση θα ελεγχθεί μέσα από μια δέσμη ερωτημάτων που εγγράφονται σε διαφορετικά πεδία της ιστορικής προβληματικής: την πολιτισμική ιστορία της οικογένειας, την ιστορία των συναισθημάτων, την ιστορία του φύλου και την πολιτισμική ιστορία της ιατρικής. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη συμβάλλει στην προβληματοποίηση των οικογενειακών δεσμών στο παρελθόν εστιάζοντας στις ρήξεις που αναπόφευκτα εισβάλλουν στις καθημερινές πρακτικές της ζωής. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τις δυναμικές των αρνητικών συναισθημάτων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο και διερευνά τους έμφυλους όρους με τους οποίους οργανώνονται τα συναισθήματα μέσα στον χρόνο. Η μελέτη συμμετέχει ακόμα στην ανανέωση της πολιτισμικής ιστορίας της ψυχιατρικής στρέφοντας την προσοχή της στην πρόσληψη και τη συγκρότηση της μελαγχολίας ως ψυχοσωματικής διαταραχής από τα ίδια τα υποκείμενα. Τέλος, η μεθοδολογική επιλογή της χρήσης εκτεταμένων ιδιωτικών αλληλογραφιών, τεκμηρίων που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα συστηματικά για την ανασύνθεση, την κατανόηση και την ερμηνεία των οικογενειακών δεσμών, συμβάλει αποφασιστικά στην αποτύπωση της ιστορικής διαμόρφωσης της ανθρώπινης ευθραυστότητας.

3η θέση

– Άννα Πιατά, Διδάκτωρ Γλωσσολογίας, Τομέας Γλώσσας-Γλωσσολογίας, Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Το σώμα του χρόνου: Νοητικές αναπαραστάσεις της χρονικότητας στη γλώσσα και τις χειρονομίες»

Ο χρόνος είναι θεμελιώδης στην ανθρώπινη εμπειρία, ωστόσο παραμένει αφηρημένος και απροσδιόριστος. Ειδικότερα, η έρευνα στον χώρο της γνωσιακής γλωσσολογίας έχει εστιάσει στη συστηματική μελέτη των γλωσσικών εκφράσεων του χρόνου δείχνοντας ότι οι εκφράσεις αυτές έχουν μεταφορική βάση καθώς χρησιμοποιούν τις έννοιες του χώρου και της κίνησης για να λεξικοποιήσουν χρονικές έννοιες (π.χ., “Έρχονται τα Χριστούγεννα”). Πιο πρόσφατα, όμως, ερευνητικά δεδομένα από τις χρονικές χειρονομίες (δηλαδή χειρονομίες που συνοδεύουν τις γλωσσικές εκφράσεις του χρόνου) έδειξαν ότι οι χειρονομίες αυτές διαφέρουν από τις αντίστοιχες γλωσσικές εκφράσεις, γεννώντας έτσι ερωτήματα ως προς το πώς μπορούμε να συναγάγουμε τις νοητικές αναπαραστάσεις του χρόνου: μέσω της γλώσσας ή μέσω της χειρονομίας; Η παρούσα μελέτη έχει στόχο να συνεισφέρει νέα επιστημονικά δεδομένα σε αυτή την κατεύθυνση εστιάζοντας στις σωματικές αναπαραστάσεις του χρόνου και συγκρίνοντάς τες με τα γλωσσικά δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, θα εστιάσει σε δύο γλώσσες, τα νέα ελληνικά και τα αγγλικά, με στόχο να διερευνήσει κατά πόσο οι δύο γλώσσες συγκλίνουν όσον αφορά τις χρονικές χειρονομίες λόγω των κοινών πολιτισμικών πρακτικών και εργαλείων που σχετίζονται με τον χρόνο και ανεξάρτητα από το αν συγκλίνουν ή αποκλίνουν στις γλωσσικές τους εκφράσεις. Αυτού του είδους η έρευνα στηρίζεται στην υπόθεση ότι οι χειρονομίες ανοίγουν νέους δρόμους στη μελέτη της γλώσσας, της νόησης και των πολιτισμικών πρακτικών και με αυτό τον τρόπο συμπληρώνουν τα γλωσσικά δεδομένα των μεταφορικών εκφράσεων στις διάφορες γλώσσες. Σαν ενδιάμεσος ανάμεσα στις σωματικές και στις νοητικές αναπαραστάσεις του χρόνου, η μελέτη των χειρονομιών επιτρέπει να διερευνήσουμε θεμελιώδη ερωτήματα όπως: Ο χρόνος αναπαρίσταται όπως εκφράζεται μέσα από τη γλώσσα ή μέσα από τις χειρονομίες; Η εννοιακή κωδικοποίηση του χρόνου βασίζεται αποκλειστικά στην έννοια του χώρου; Ποιος είναι ο ρόλος της μεταφοράς στην εννοιακή κωδικοποίηση του χρόνου με βάση τόσο τα γλωσσικά δεδομένα όσο και τις χειρονομίες; Και ποιος ο ρόλος των πολιτισμικών πρακτικών και των υλικών αντικειμένων που σχετίζονται με τον χρόνο στη διαμόρφωση των νοητικών αναπαραστάσεων; Η προτεινόμενη μελέτη αποσκοπεί στο να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά μέσα από την εξέταση διαγλωσσικών δεδομένων. Τέλος, σε μεθοδολογικό επίπεδο, η έρευνα θα στηριχτεί σε δεδομένα από σώματα πολυτροπικών κειμένων, σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες των χρονικών χειρονομιών που χρησιμοποιούσαν είτε εθνογραφικές είτε πειραματικές μεθόδους.

Θα θέλαμε να συγχαρούμε τους επιτυχόντες καθώς και να ευχαριστήσουμε θερμά όλους τους ερευνητές που μας τίμησαν με την αίτησή τους.

Στις αρχές του 2017, στο site του Κέντρου θα δημοσιευτεί η τρίτη Δημόσια Πρόσκληση για υποβολή ερευνητικών προτάσεων προς χρηματοδότηση για το έτος 2018.