Συνοπτική Περιγραφή της Έρευνας
Η μακρόχρονη περίοδος της βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη (1211-1669) άφησε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό περιβάλλον το οποίο σωζόταν ακόμη στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα επόμενα χρόνια ωστόσο, στο όνομα του εκσυγχρονισμού, της εξέλιξης και της προόδου πολλά μνημεία του ιστορικού κέντρου των πόλεων κατεδαφίστηκαν πριν αναγνωρισθεί η σημασία τους ως αρχιτεκτονικά ή ιστορικά μνημεία.
Οι αρχειακές πηγές διασώζουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι μέρος των κατεδαφίσεων που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913), πραγματοποιήθηκε από εκπρόσωπους των Μεγάλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στην Κρήτη εκείνη την περίοδο ως «προστάτιδες» δυνάμεις. Ωστόσο, μία εξ αυτών, η Ιταλία, θεωρούσε τα μνημεία αυτά μέρος της δικής της εθνικής κληρονομιάς, μαρτυρίες του δικού της ένδοξου παρελθόντος και τις επιθέσεις εναντίον τους ως «εχθρικές πράξεις μεγάλης βαρβαρότητας».
Παρόλο που τα τελευταία χρόνια έχει προκύψει μια μεγάλη βιβλιογραφία αναφορικά με τη στάση των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στις αρχαιότητες της Κρήτης, δεν έχει δημοσιευτεί τίποτα για τον τρόπο που αντιμετώπισαν τα βενετικά μνημεία του νησιού. Στόχος της προτεινόμενης έρευνας είναι να καλυφθεί το κενό αυτό που αφορά στην πρόσληψη της βενετικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων και του ρόλου τους στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου των κρητικών πόλεων κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Κρίνεται επομένως απαραίτητη μια ενδελεχής έρευνα στο Αρχείο της Κρητικής Πολιτείας, στα πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων των τριών μεγαλύτερων πόλεων της Κρήτης και στον τοπικό Τύπο προκειμένου να εντοπιστούν στοιχεία που φωτίζουν τους τρόπους που οι Μεγάλες Δυνάμεις προσέγγισαν τα βενετικά μνημεία, αλλά και τους τρόπους που ενεπλάκησαν στο ίδιο θέμα οι κρητικές κυβερνήσεις και οι κάτοικοι των πόλεων. Η έρευνα στοχεύει να δώσει απαντήσεις σε ζητήματα που αφορούν στη ρητορική που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί η εξαφάνισή τους από το τοπίο των πόλεων, στο θέμα της πρόσληψης του βενετικού παρελθόντος, της διεκδίκησής του από τους Ιταλούς και τις επιπτώσεις όλων αυτών στα ίδια τα μνημεία. Επιπλέον, με τη δημοσίευση αρχειακού υλικού που έχει εντοπιστεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Βενετίας, θα γνωστοποιηθούν στοιχεία για την προσπάθεια αναστήλωσης της βενετικής Λότζιας του Χάνδακα κατά τα έτη 1911-1916 και το ρόλο που έπαιξαν σε αυτήν οι Ιταλοί και η τοπική αυτοδιοίκηση του Ηρακλείου.
Ημερίδα
‘Ευρωπαϊκές Κληρονομιές και Αποικιακές Ευαισθησίες’ στην Ανατολική Μεσόγειο: Οι Μεγάλες Δυνάμεις και οι τύχες των ‘δυτικών’ μνημείων της Κρήτης, της Κύπρου και της Ρόδου στις αρχές του 20ού αιώνα
Σάββατο, 29 Ιανουαρίου 2022
Η ημερίδα θα πραγματοποιηθεί στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών / ΙΤΕ στο Ρέθυμνο
και μέσω της πλατφόρμας zoom
Zoom link: https://us02web.zoom.us/j/85285020747?pwd=V0hJbHZPQ0EvZHBPa0pBZnBObm91dz09
Meeting ID: 852 8502 0747
Passcode: EURHER2022
Η ημερίδα πραγματοποιείται στο πλαίσιο της έρευνας «Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στις τύχες των βενετικών μνημείων στην Κρήτη κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα», της Δρ. Σοφίας Κατόπη, που χρηματοδοτείται από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2021.
9:50 – 10:00 Χαιρετισμός: Κέλλυ Λινάρδου, Επίκουρη καθηγήτρια ΑΣΚΤ, Μέλος Δ.Σ. ΚΕΑΕ
10:00 – 10:20 Σαμάνθα Ξημέρη, Αρχαιολόγος, Δρ. Πανεπιστημίου Άμστερνταμ, «“Α perfect rookery of nations … adapted to Western wants”: πίθοι και πολιτικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό φάσμα κατά τις πρώτες αρχαιολογικές αναζητήσεις στην Κρήτη του 19ου-20ού αι.».
10:20 – 10:40 Δανάη Κωνσταντινίδου, Αρχιτέκτων-Μηχανικός, Δρ. Cyprus Institute, «Τα μεσαιωνικά μνημεία της Κύπρου ως προϊόν της βρετανικής κυριαρχίας».
10:40 – 11:00 Νικόλας Μπακιρτζής, Αναπληρωτής καθηγητής Cyprus Institute, «Η διαμόρφωση της μνημειακότητας της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής της Κύπρου ανάμεσα στον 19ο και τον 20ό αιώνα».
11:00 – 11:30 Συζήτηση
11:30 – 12:00 Διάλειμμα
12:00 – 12:20 Κώστας Τσικνάκης, Ιστορικός, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών ΕΙΕ, «Το ιταλικό ενδιαφέρον για τα μνημεία της βενετικής περιόδου της Κρήτης και οι αντιδράσεις για τις κατεδαφίσεις τους».
12:20 – 12:40 Μαρία Βακονδίου, Αρχαιολόγος, Δρ. Πανεπιστημίου Κρήτης, Πανεπιστημιακή Υπότροφος ΑΣΚΤ, «Όψεις της αποστολής του G. Gerola στην Κρήτη: αντίγραφα γλυπτών και τοιχογραφιών».
12:40 – 13:00 Κωνσταντίνος Καρανάσος, Αρχιτέκτων, Δρ. ΕΜΠ, Υπηρεσία Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης ΥΠΠΟΑ, «1912-1923 Η συμβολή των G. Gerola και A. Maiuri στην πρόσληψη της ιστορικής πόλης της Ρόδου ως ενιαίου μνημειακού συνόλου».
13:00 – 13:20 Σοφία Κατόπη, Ιστορικός τέχνης, Δρ. Πανεπιστημίου Κρήτης, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΚΕΑΕ, «“Con l’unico scopo del decoro d’Italia nostra”: Η εμπλοκή της Ιταλίας σε μια προσπάθεια αναστήλωσης της Λότζιας του Χάνδακα στα χρόνια 1914-1916».
13:20 – 14:00 Συζήτηση
14:00 – 17:30 Διάλειμμα
17:30 – 17:50 Γιώργος Τζωράκης, Αρχαιολόγος, Δρ. Πανεπιστημίου Κρήτης, Περιφέρεια Κρήτης, «Από την Αυτονομία στην Ένωση και στον Μεσοπόλεμο. Οι πρώιμες αγωνίες για τα ύστερα μνημεία της Κρήτης».
17:50 – 18:10 Μαριλένα Πατεράκη, Αρχιτέκτων-Μηχανικός, ΥΔ Πανεπιστημίου Κρήτης, «Τοπικές διαπραγματεύσεις του οθωμανικού αρχιτεκτονικού ίχνους στις κρητικές πόλεις το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα».
18:10 – 18:30 Άρης Αναγνωστόπουλος, Κοινωνικός Ανθρωπολόγος, Λέκτορας Πανεπιστημίου Κεντ, Διευθυντής Προγραμμάτων Κοινού HERITΛGE, «Καθαριότητα και χρόνος: πολιτισμός, δημόσια υγιεινή και τεχνολογίες της πειθάρχησης στο Ηράκλειο της Κρητικής Πολιτείας».
18:30 – 18:50 Ελευθερία Ζέη, Επίκουρη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης, « Το βενετικό και οθωμανικό παρελθόν στην πόλη του 19ου και 20ού αιώνα: τα επιστημονικά, πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα».
18:50 – 19:30 Συζήτηση-κλείσιμο ημερίδας
Πρόγραμμα Ημερίδας (PDF)
Έρευνα: «Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στις τύχες των βενετικών μνημείων στην Κρήτη κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα»
Ερευνήτρια: Δρ. Σοφία Κατόπη
Η έρευνα «Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στις τύχες των βενετικών μνημείων στην Κρήτη κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα» χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2021.
Εισαγωγή
Η μακρόχρονη περίοδος της βενετικής (1211-1669) και στη συνέχεια οθωμανικής (1669-1898) κυριαρχίας στην Κρήτη άφησε ένα πολύ ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό περιβάλλον στις πόλεις του νησιού το οποίο σωζόταν ακόμη στις αρχές του 20ού αιώνα. Στο όνομα του εκσυγχρονισμού, της ανάπτυξης και της προόδου πολλά από τα βενετικά και οθωμανικά οικοδομήματα των κρητικών πόλεων κατεδαφίστηκαν πριν αναγνωρισθεί η σημασία τους ως αρχιτεκτονικά ή ιστορικά μνημεία. Οι αρχειακές πηγές δείχνουν ότι μέρος των κατεδαφίσεων έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898-1912), ενώ μέρος αυτών πραγματοποιήθηκε από εκπρόσωπους των Μεγάλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στην Κρήτη εκείνη την περίοδο ως προστάτιδες δυνάμεις.
Ένας από τους στόχους της έρευνας ήταν να καταγραφούν οι κατεδαφίσεις αυτές, αλλά και να διερευνηθεί η πρόσληψη της βενετικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (και ο διαχωρισμός της από την οθωμανική) εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων και του ρόλου που έπαιξαν στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου των κρητικών πόλεων κατά τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Καθώς μία από τις προστάτιδες δυνάμεις, η Ιταλία, θεωρούσε τα μνημεία αυτά μέρος της δικής της εθνικής κληρονομιάς, μαρτυρίες του δικού της ένδοξου παρελθόντος και τις κατεδαφίσεις τους ως «εχθρικές πράξεις μεγάλης βαρβαρότητας», ένας ακόμη στόχος της έρευνας ήταν να καταγραφούν οι αντιδράσεις της και οι επιπτώσεις που είχαν αυτές στα μνημεία. Οι τρόποι που ενεπλάκησαν στο ίδιο θέμα οι κρητικές κυβερνήσεις και οι κάτοικοι των πόλεων ήταν ένα ακόμα θέμα που απασχόλησε την έρευνα. Τέλος, ένας στόχος της έρευνας ήταν η μελέτη του αρχειακού υλικού που έχει εντοπιστεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Βενετίας αναφορικά με μια σημαντική προσπάθεια αναστήλωσης της βενετικής Λότζιας του Χάνδακα κατά τα έτη 1911-1916 και το ρόλο που έπαιξαν σε αυτήν οι Ιταλοί και η τοπική αυτοδιοίκηση του Ηρακλείου. Πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για μια έρευνα εν εξελίξει, καθώς το θέμα είναι εν πολλοίς άγνωστο και οι αρχειακές πηγές που πρέπει να εξεταστούν πολλές.
Μεθοδολογία
Όπως κάθε έρευνα που αφορά στα βενετικά μνημεία της Κρήτης, έτσι κι ετούτη ξεκίνησε με την αποδελτίωση των βιβλίων του Giuseppe Gerola, προκειμένου να εντοπιστούν αναφορές σε κατεδαφίσεις ή διασώσεις μνημείων που έλαβαν χώρα ενώ ο Ιταλός μελετητής βρισκόταν στο νησί κατά τα έτη 1900-1902 και καταγράφτηκαν από τον ίδιο.[1]
Η έρευνα συνεχίστηκε σε επιλεγμένες τοπικές εφημερίδες (Αναγέννησις (Ρεθύμνου), Αλήθεια (Ηρακλείου), Πατρίς (Χανίων), στο αρχείο της Κρητικής Πολιτείας και συγκεκριμένα στο αρχείο του Ηγεμονικού Συμβουλίου και στα πρακτικά των Δημοτικών Συμβουλίων του Ηρακλείου.
Η αλληλογραφία που σχετίζεται με την προσπάθεια αναστήλωσης της βενετικής Λότζιας του Ηρακλείου των ετών 1914-1916 και περιέχεται στον φάκελο Loggia di Candia που εντοπίστηκε από την γράφουσα στο αρχείο του Max Ongaro στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Βενετίας, παρόλο που δεν ανήκει χρονικά στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, ωστόσο, συνδέεται στενά με αυτήν. Τα ίδια πρόσωπα από την Ιταλία που είχαν πρωταγωνιστήσει τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας αναφορικά με τα βενετικά μνημεία, προκειμένου να προλάβουν κατεδαφίσεις τους ή να παρέμβουν στις χρήσεις τους ή στην αναστήλωση κάποιων εξ αυτών, εμφανίζονται να συνεχίζουν τις προσπάθειες παρέμβασης και στην επόμενη δεκαετία. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε η επέκταση της έρευνας και πέρα από τα χρονικά όρια της Κρητικής Πολιτείας, προκειμένου να φανεί ότι η «παρεμβατική στάση» των Ιταλών συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και συνδέθηκε άμεσα με τον ιταλικό εθνικισμό/επεκτατισμό που είχε βλέψεις και στην Κρήτη σε μια περίοδο που τα σύνορα ήταν ακόμη ρευστά. Άλλωστε, η προσάρτηση της Δωδεκανήσου το Μάιο του 1912 και η εμπλοκή των ίδιων προσώπων κι εκεί έδειχνε ακριβώς αυτό.
Τα τείχη, τα κιόσκια, τα σχέδια πόλης
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την αποδελτίωση του τοπικού τύπου των πρώτων χρόνων της Κρητικής Πολιτείας είναι η αίσθηση μιας γενικότερης αισιοδοξίας και μιας βούλησης γρήγορης μετατροπής των «τουρκοπόλεων» σε σύγχρονες ευρωπαϊκές πόλεις ευάερες και ευήλιες, με σύγχρονα λιμάνια και αγορά, πλατιές δενδροφυτεμένες λεωφόρους. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, τα τείχη και τα νεώρια τα οποία δεν θεωρούνταν ακόμη μνημεία[2] λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο με τα οθωμανικά ξύλινα σαχνισιά (κιόσκια) και τα βενετικά θολωτά περάσματα (sottoporteghi) που υπήρχαν στις πόλεις: εμπόδιζαν τον αέρα να κυκλοφορεί, τον ήλιο να φωτίζει, έδιναν την εικόνα της Ανατολής και της πόλης που ανήκε σε μία άλλη εποχή.[3] Η αίσθηση ότι μια νέα εποχή ξεκινά είναι διάχυτη στα δημοσιεύματα καθώς και η άποψη ότι τα ίχνη ενός δυσάρεστου παρελθόντος πρέπει να απαλειφθούν.[4]
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που αποκάλυψε η αρχειακή έρευνα ήταν ότι κατά τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας στο δημόσιο λόγο δεν γινόταν διαχωρισμός μεταξύ βενετικών και οθωμανικών μνημείων και κατηγορούνταν αμφότερα ότι εμπόδιζαν την ανάπτυξη των πόλεων και τον εκσυγχρονισμό τους. Ξεκίνησαν έτσι μεγάλης κλίμακας κατεδαφίσεις με τη δημιουργία ρηγμάτων στα τείχη στα σημεία εκείνα που οι κεντρικοί οδικοί άξονες τα συναντούσαν, στα παραθαλάσσια τείχη που απομόνωναν το λιμάνι από την πόλη, ενώ ένας πραγματικός πόλεμος εξαπολύθηκε ενάντια στα οθωμανικά κιόσκια (σαχνισιά).[5] Σύμφωνα με την αντίληψη της ευάερης και ευήλιας, «υγιούς» πόλης του 19ου αιώνα, το βενετικό τείχος αντιμετωπίσθηκε ως ένας ανθυγιεινός κλοιός που της έκοβε τον αέρα και την εμπόδιζε να αναπτυχθεί. Έτσι, οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν άμεσα τις κατεδαφίσεις, μεταφέροντας στην Κρήτη αντιλήψεις και συμπεριφορές για τα τείχη που γνώριζαν από τις χώρες τους. Όπως είναι γνωστό, στην Ευρώπη, η σύνδεση της υγείας των πολιτών με την απρόσκοπτη κυκλοφορία του αέρα και το ιδανικό των ίσιων, φαρδιών, δεντροφυτεμένων λεωφόρων και των κήπων για περιπάτους στη θέση των άχρηστων πλέον τειχών, είχαν ήδη οδηγήσει στην κατεδάφιση των τειχών στις περισσότερες μεγάλες πόλεις (π.χ. Παρίσι, Βιέννη, Βερολίνο, Βαρκελώνη, Τορίνο, Μιλάνο κλπ.).[6] Σε άλλες πόλεις, όπως για παράδειγμα στη Μπολόνια της Ιταλίας, τα τείχη της πόλης κατεδαφίζονταν την ίδια ακριβώς περίοδο που κατεδαφίζονταν και τα τείχη των κρητικών πόλεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις διακηρύξεις και τα διατάγματα που απαγόρευαν στις Μεγάλες Δυνάμεις την εμπλοκή και την ενασχόληση με δημόσια έργα, ήδη από τον πρώτο μήνα της κατοχής επιδόθηκαν σε κατεδαφίσεις τειχών με πρόσχημα τα εκσυγχρονιστικά έργα.[7]
Στα Χανιά και στο Ηράκλειο όπου οι οχυρώσεις ήταν ιδιαίτερα ογκώδεις, οι κατεδαφίσεις ξεκίνησαν από τα σημεία εκείνα των τειχών που σχετίζονταν με τις κεντρικές αρτηρίες και τα λιμάνια, έτσι ώστε να μπορεί να γίνεται απρόσκοπτα η μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων. Ανοίχτηκαν ρήγματα κοντά ή επί των πυλών, καθώς εκεί κατέληγαν οι δρόμοι που συνέδεαν την επαρχία και τα αγροτικά προϊόντα με τις πόλεις. Αντίστοιχα, τα τείχη που έκλειναν το λιμάνι όφειλαν να κατεδαφιστούν για τους ίδιους λόγους. Οι Άγγλοι στο Ηράκλειο κατεδάφισαν με δυναμίτη την πύλη του λιμανιού (του μόλου), την πύλη των Νεωρίων, τη μαρμάρινη σκάλα του λιμανιού, το βόρειο τμήμα των δυτικών νεωρίων. Οι κατεδαφίσεις αυτές στο λιμάνι παρουσιάστηκαν ως αντίποινα για τις σφαγές της 25 Αυγούστου, και ειδικά για τους 14 (ή 17) νεκρούς Βρετανούς στρατιώτες. Παράλληλα κατεδάφισαν και διάφορα άλλα τμήματα των τειχών για λόγους ασφάλειας, για λόγους καθαριότητας κ.λπ., όπως τα εξωτερικά οχυρώματα (rivellini) των προμαχώνων S. Spirito και Panigrà, την ημισέληνο του προμαχώνα Mocenigo και S. Maria, το πυροβολείο του προμαχώνα Βηθλεέμ.[8]
Οι Γάλλοι στα Χανιά κατεδάφισαν τη δυτική πύλη του λιμανιού, San Salvatore (Τοπ Χανέ), καθώς και τμήματα των τειχών στα βορειοδυτικά της πόλης αλλά και την πύλη του Ρεθύμνου (Καλέ Καπισί) στα νότια.[9] Στο Ρέθυμνο, οι Ρώσοι κατεδάφισαν το σύνολο σχεδόν των ηπειρωτικών τειχών της πόλης. Ξεκίνησαν από τα ανατολικά με την Πύλη της Άμμου, εμπλέκοντας όλους εκείνους που είχαν ιδιοκτησίες οι οποίες στηρίζονταν στο τείχος. Σύμφωνα με διάταγμα της 19 Απριλίου 1899, η κατεδάφιση του τείχους από τους ιδιοκτήτες των οικιών που στηρίζονταν σε αυτό ήταν προαιρετική. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να προχωρήσουν στην κατεδάφιση και μάλιστα να αγοράσουν και το χώρο που απελευθερωνόταν.[10] Τους «επέτρεψαν» δηλαδή να κατεδαφίσουν το τείχος υπό τον όρο να αγοράσουν από το δήμο το χώρο που θα απελευθερωνόταν από την κατεδάφιση. Στη συνέχεια, οι Ρώσοι προχώρησαν με την κατεδάφιση του μεγαλύτερου τμήματος του ηπειρωτικού τείχους προς τα νότια. Όπως σημείωνε ο Gerola την 21η Ιανουαρίου 1901 στην 3η του αναφορά προς το Βενετικό Ινστιτούτο «η κατεδαφιστική μανία των Ρώσων, που απαιτεί να δοθούν νέες διέξοδοι στην πόλη, έχει καταστρέψει ένα σημαντικό μέρος των βενετικών έργων, σεβόμενοι μόνο την κεντρική πύλη, που τη φυλάει ένας ακρωτηριασμένος λέων του Αγίου Μάρκου».[11]
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι από τον Ιούλιο 1899, όταν ανέλαβε δηλαδή τη διοίκηση η κρητική κυβέρνηση, οι κατεδαφίσεις των τειχών των πόλεων συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, αν και εν μέσω αντιπαραθέσεων συνήθως σχετικά με το ακριβές σημείο που έπρεπε να γίνουν τα ρήγματα. Στο Ηράκλειο για παράδειγμα, σχεδόν σε κάθε φύλλο της εφημερίδας Αλήθεια κατά τα έτη 1900-1901 γίνεται αναφορά στο θέμα διάνοιξης ρήγματος στα βορειοανατολικά, στην πύλη του Λαζαρέτου. Την ίδια ακριβώς περίοδο, συνεχείς αντιπαραθέσεις σχετικά με το νέο σχέδιο πόλης του Ηρακλείου κάνουν την εμφάνισή τους στις εφημερίδες. Το «αγγλικό σχέδιο», όπως είναι γνωστό παρόλο που δεν έγινε από τους Βρετανούς, τελικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Για την ακρίβεια, αναβλήθηκε επ’ αόριστον, προκειμένου να εφαρμοστεί όταν η οικονομική κατάσταση των κατοίκων της πόλης θα είχε βελτιωθεί.
Η πρώτη Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή στην Κρήτη και οι παρεμβάσεις για τα βενετικά μνημεία
Όπως είναι γνωστό, κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας δυτικοί αρχαιολόγοι συνέρρεαν στο νησί προκειμένου να διεκδικήσουν ανασκαφικές άδειες στη «γη της [αρχαιολογικής] επαγγελίας», όπως είχε χαρακτηριστεί η Κρήτη.[12] Με την ψήφιση του πρώτου αρχαιολογικού νόμου της Κρητικής Πολιτείας τον Ιούνιο του 1899[13], ο οποίος επέτρεπε τη διενέργεια ανασκαφών από ξένες σχολές, οι ξένοι αρχαιολόγοι επιδόθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση ανασκαφικών αδειών και κυρίως για το μοίρασμα του νησιού σε ζώνες, στις οποίες κάθε εθνική αποστολή κατοχύρωνε ανασκαφικά δικαιώματα. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία έχει χαρακτηριστεί «αρχαιολογικός αποικισμός» του νησιού από τους Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς και Αμερικάνους επιστήμονες, σε μία περίοδο που σκληροί ανταγωνισμοί και έντονοι εθνικισμοί έδιναν τον τόνο στα επιστημονικά θέματα.[14] Λίγα χρόνια πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θεωρείτο ανεπίτρεπτο να μείνει κάποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις πίσω σε θέματα επιστημονικών ανακαλύψεων. Έβλεπαν την αρχαιολογία ως εθνική αποστολή, ως ευκαιρία να αποδείξουν την υπεροχή τους σαν έθνη και βέβαια ως μέσο εμπλουτισμού των μουσείων τους.[15] Ειδικά όσον αφορά στις ιταλικές αποστολές στη Μεσόγειο που έλαβαν χώρα πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει υποστηριχθεί ότι ο πολιτικός και εθνικιστικός τους χαρακτήρας ήταν ακόμη εντονότερος σε σχέση με τις άλλες δυνάμεις. Οι Ιταλοί φοβούνταν ότι το πρόσφατα ενοποιημένο ιταλικό βασίλειο δεν θα κατάφερνε να βρει τη θέση του μεταξύ των «πολιτισμένων εθνών» και των μεγάλων δυνάμεων.[16]
Η πρώτη Ιταλική Αρχαιολογική Αποστολή με επικεφαλής τον Federico Halbherr, συνοδευόμενη από τους αρχαιολόγους Gaetano De Sanctis και Luigi Savignoni, αποβιβάστηκε στην Κρήτη στις 2 Ιουνίου 1899.[17] Ο απεσταλμένος του Reale Ιstituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Giuseppe Gerola, που θα αναλάμβανε την καταγραφή και φωτογράφηση των βενετικών μνημείων της Κρήτης έφτασε στο νησί λίγους μήνες αργότερα, στις 18 Ιανουαρίου του 1900.[18] Την ίδια ακριβώς περίοδο εμφανίζεται στον τοπικό τύπο ένα ενδιαφέρον για τη διάσωση και αναστήλωση μεμονωμένων βενετικών κτιρίων, όπως η βενετική Λότζια και η κρήνη Μοροζίνι στο κέντρο της πόλης του Ηρακλείου. Το ενδιαφέρον αυτό θεωρώ ότι σχετίζεται με την ιταλική αποστολή. Μέσω των προσωπικών σχέσεων που ανέπτυξε ο επικεφαλής της, Φεντερίκο Άλμπερ, με τον έφορο αρχαιοτήτων κεντρικής και ανατολικής Κρήτης και διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, Ιωσήφ Χατζιδάκη,[19] αλλά και τον Στέφανο Ξανθουδίδη (έφορο αρχαιοτήτων δυτικής Κρήτης) ευαισθητοποιήθηκαν οι δεύτεροι αναφορικά με τα βενετικά μνημεία.[20]
Έχουμε έτσι τις πρώτες παρεμβάσεις αναφορικά με κάποια από αυτά. Για παράδειγμα, στις 29 Μαΐου 1900 το δημοτικό συμβούλιο Ηρακλείου αποφάσισε την αφαίρεση των πρόσθετων οθωμανικών στηλών, των κιγκλιδωμάτων και των επιγραφών από την κρήνη Μοροζίνι καθότι «εἶναι μεταγενέστερης εποχῆς καί ἀσκημίζουν τό ἀναβρυτήριον».[21] Την ίδια χρονιά αποφασίστηκε να στεγαστεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου στη βενετική Λότζια της πόλης, ένα έργο που όχι μόνο δεν προχώρησε, αλλά όπως φαίνεται, λόγω και της εμπλοκής των Ιταλών, είχε ως αποτέλεσμα την κατεδάφιση του ορόφου της το 1904.[22]
Η προσπάθεια αναστήλωση της Λότζιας και το αρχείο του Max Ongaro
Μεταξύ των ετών 1911 και 1916 έλαβε χώρα μια προσπάθεια αναστήλωσης της βενετικής Λότζιας του Χάνδακα για την οποία λίγα ήταν γνωστά μέχρι πρόσφατα.[23] Ένας φάκελος με τίτλο Loggia di Candia που εντόπισα στο αρχείο του Μαξ Όνγκαρο διευθυντή της Υπηρεσίας Μνημείων της Βενετίας εκείνα τα χρόνια και υπεύθυνου μηχανικού για την αναστήλωση της Λότζιας, φωτίζει σημαντικές πλευρές της προσπάθειας από την ιταλική σκοπιά, καθώς περιλαμβάνει μια αλληλογραφία σχετική με το έργο που ξεκινάει από το 1911 και φτάνει στο 1933.[24] Πολλές από τις επιστολές ανήκουν στον Φεντερίκο Άλμπερ, ένα πρόσωπο κλειδί τόσο για την ιστορία της κρητικής αρχαιολογίας, όσο και για τις μετέπειτα ιταλικές αρχαιολογικές αποστολές στην Κυρηναϊκή, στη Μικρά Ασία, στα Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τον κατεξοχήν «υπουργικό, πολιτικό, αποικιοκράτη αρχαιολόγο» όπως έχει χαρακτηριστεί από μελετητές και μελετήτριες του έργου του, ειδικά για την περίοδο που μας ενδιαφέρει, καθώς από το 1900 περίπου και μέχρι το θάνατό του το 1930, παύει σταδιακά να ασχολείται ο ίδιος με τη αρχαιολογική έρευνα και αναλαμβάνει ρόλο οργανωτή.[25] Έχει αναπτύξει εκπληκτικές διπλωματικές ικανότητες και συνομιλεί με υπουργούς, ινστιτούτα, ακαδημίες, κρατικούς και ιδιωτικούς θεσμούς όλων των ειδών από τους οποίους εξασφαλίζει χρηματοδοτήσεις.
Η Λότζια του Χάνδακα οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1625-28 στη θέση προϋπάρχουσας λότζιας που ήταν προσαρτημένη στην οπλαποθήκη. Κατά την οθωμανική περίοδο, χτίστηκαν τα τοξωτά ανοίγματα του κτιρίου μετατρέποντάς τη Λότζια από ημιυπαίθριο σε κλειστό χώρο. Το ενδιαφέρον των Ιταλών για το εν λόγω κτίριο χρονολογείται από το 1900 όταν αποφασίστηκε να στεγαστεί εκεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου κατά πάσα πιθανότητα μετά από την πρόταση του Φεντερίκο Άλμπερ του επικεφαλής της ιταλικής αρχαιολογικής αποστολής που είχε οργανωθεί την προηγούμενη χρονιά.
Σειρά σοβαρών λαθών το κατέστησε ετοιμόρροπο, με αποτέλεσμα να σταματήσει το έργο λίγους μήνες μετά, στις αρχές του 1901. Νέο σχέδιο αναστήλωσης της Λότζιας ετοιμάστηκε με πρωτοβουλία του βενετικού ινστιτούτου από τον Federico Berschet. Παρά ταύτα, η Λότζια παρέμεινε σε ερειπιώδη κατάσταση με σκαλωσιές να την υποστηρίζουν, μέχρι το Σεπτέμβριο του 1904 οπότε αποφασίστηκε από την Ανωτέρα Διεύθυνση Παιδείας η κατεδάφιση του ορόφου, λόγω επικινδυνότητας και με στόχο να χρησιμοποιηθεί η ξυλεία σε άλλα έργα. Τα επιχειρήματα υπέρ της κατεδάφισης πήραν έντονη πολιτική και εθνικιστική χροιά, δεδομένου ότι η Λότζια ήταν ένα από τα κτίρια που θύμιζαν την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, τους «απογόνους» της οποίας έβλεπαν οι Κρητικοί στα ιταλικά στρατεύματα και η Ιταλία, μία από τις «προστάτιδες» δυνάμεις, ήταν αυτή που πίεζε να διατηρηθεί το μνημείο. Η ρητορική που αναπτύχθηκε από το βενετικό ινστιτούτο περί «πατριωτικού ενδιαφέροντος» αναφορικά με το έργο, δήλωνε ευθέως ότι οι Ιταλοί έβλεπαν τη Λότζια ως «δικό» τους εθνικό μνημείο. Έντονες αντιδράσεις εμφανίστηκαν στον ξένο τύπο, κατηγορώντας του κρητικούς για βαρβαρότητα.[26] Στην συνέχεια, λόγω της κατακραυγής, το κτίριο παραχωρήθηκε στον δήμο με τον όρο όμως να αναστηλωθεί πριν μετατραπεί σε δημαρχείο.
Το 1911 όταν στη Διεθνή Έκθεση της Ρώμης[27] που διοργανώθηκε για τους εορτασμούς των πενήντα χρόνων από την ένωση της Ιταλίας, η Βενετία αντιπροσωπεύτηκε με περίπτερο που αναπαριστούσε τη Λότζια του Χάνδακα. Στον κατάλογο αναφέρεται ότι το κτίριο επιλέχτηκε διότι «ήταν χαρακτηριστικό της βενετικής αρχιτεκτονικής και ταυτόχρονα υπενθύμιζε αποτελεσματικά και συνόψιζε την ένδοξη ιστορία των Βενετών». Ότι ο στόχος ήταν «να υπενθυμίσουμε με τις κατεστραμμένες [πλέον], αξιοθαύμαστες μορφές που επινόησε το πνεύμα του Σανμικέλι, πως ο βενετικός λαός, στα εδάφη τα οποία αποτελούσαν τις ένδοξες κατακτήσεις του και στα οποία κυριαρχούσε με σοφία, άφησε θαυμάσια μνημεία της τέχνης και του λατινικού πολιτισμού».[28] Προφανώς η αναφορά στις παλιές κτήσεις της Βενετίας είχε σχέση με τις γενικότερες επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας της περιόδου. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς περίοδο που η Ιταλία προωθείτο πλέον ως σοβαρή αποικιοκρατική δύναμη. Όπως είναι γνωστό, εισέβαλε στη Λιβύη το Σεπτέμβριο του 1911 και κατέλαβε τη Δωδεκάνησο το Μάιο του 1912.
Στο Ηράκλειο, τον Αύγουστο του 1911 σύμφωνα με τα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου προέκυψε έντονο ενδιαφέρον για να ξεκινήσει η αναστήλωση της Λότζιας.[29] Είναι σίγουρο ότι ο Φεντερίκο Αλμπερ ήταν εκείνος που ενημέρωσε σχετικά με το περίπτερο της Βενετίας στην έκθεση της Ρώμης και ξεκίνησε έτσι μια προσπάθεια μέσω και του προξένου της Ιταλίας στα Χανιά Μαρκησίου Bartolucci-Godolini, ώστε να αναλάβει την αναστήλωση ο αρχιτέκτονας που είχε φτιάξει το περίπτερο της Βενετίας ο Μαξ Όνγκαρο. Το Σεπτέμβριο του 1911 συστάθηκε επιτροπή του δήμου Ηρακλείου η οποία αποφάνθηκε ὅτι «μόνον ἡ Λέσχη ἔχει ἀναμφισβήτητον ἱστορικήν καί καλλιτεχνικήν ἀξίαν καἰ πρέπει νά θεωρηθῇ ὡς μνημεῖον ἀρχιτεκτονικόν ἀξιόλογον, τό ὁποῖον πάσῃ θυσίᾳ πρέπει νά διασωθῇ καί ἀνακαινισθῇ κατά τόν ἴδιόν του ρυθμόν. Διά τήν ὁπλοθήκην ἀποφαίνεται ὁμοφώνως ὅτι στερεῖται ἐνδιαφέροντος ἀρχιτεκτονικοῦ καί ὅτι ἀνακαινιζομένης καί ἀποκαθισταμένης τῆς Λέσχης, δύναται ὁ Δῆμος νά καταρρίψῃ τό ἀδιάφορον αὐτό κτίριον, καί χρησιμοποιήσῃ τόν ὑπ’ αὐτού καταλαμβανόμενον χῶρον ὅπως θέλει».[30]
Προτάθηκε από το υπουργείο δημόσιας εκπαίδευσης της Ιταλίας στον Όνγκαρο να αναλάβει την αναστήλωση, ο οποίος δέχτηκε να το κάνει αφιλοκερδώς ως τίτλο τιμής για την πατρίδα και όχι ως πηγή εσόδων, καθότι όπως δήλωσε ήταν πολύ συνδεδεμένος με τη Λότζια, μια και την είχε μελετήσει πολύ προκειμένου να τη στήσει με γύψο στη Ρώμη.[31] Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν 2 χρόνια και αποφασίστηκε μια συνεργασία του Δήμου Ηρακλείου με το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης της Ιταλίας.
Τον Ιούνιο του 1914 έρχεται στην Κρήτη ο Όνγκαρο μαζί με τον Τζερόλα για να δει το χώρο, να κάνει μετρήσεις και επιστρέφοντας στη Βενετία, προετοιμάζει τα σχέδια, τα οποία αφορούσαν στο σύνολο της αποκατάστασης, δηλαδή, και το εσωτερικό του κτιρίου με τοιχογραφίες, γλυπτά, επίπλωση κλπ. Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς επανέρχεται ο Ονγκαρο στο Ηράκλειο και ξεκινάει με τυμπανοκρουσίες η αναστήλωση τον Ιανουάριο του 1915. Ο Όνγκαρο άφησε υπεύθυνο μηχανικό τον νεαρό ιδιώτη Ούγκο Καρράρο, ενώ τον Απρίλιο του 1915 κατέφθασαν και τέσσερις τεχνίτες, λιθοξόοι και ένας γλύπτης από τη Βενετία. Όσον αφορά στον μηχανικό Καρράρο, σε συνεννόηση με τον δήμαρχο (και μάλλον όχι μόνο με αυτόν), αποφάσισε να μην ακολουθήσει τα σχέδια του Όνγκαρο, αλλά να κατεδαφίσει την οπλαποθήκη προκειμένου να ανοικοδομηθεί εκ νέου. Το Μάιο του 1915 η Ιταλία μπαίνει στον πόλεμο και ο Καράρο επιστρατεύεται. Φεύγει τον Ιούλιο και παρεμβαίνουν οι μηχανικοί του δήμου στο εργοτάξιο, συνεχίζοντας το έργο της κατεδάφισης την οπλαποθήκης και της θεμελίωσης στη συνέχεια, ενώ κινδυνεύουν με κατολίσθηση τα γύρω σπίτια, μεταξύ των οποίων και του εφόρου Ιωσήφ Χατζιδάκη. Οι επιστολές αυτής της περιόδου καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του αρχείου και αφορούν στις προσπάθειες του Άλμπερ και του Όνγκαρο στα διάφορα υπουργεία προκειμένου να αναβληθεί η στράτευση του Καράρο. Μαθαίνουμε μάλιστα ότι ο τελευταίος δρούσε και ως κατάσκοπος για τον πρόξενο στα Χανιά γεγονός που χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να μην επιστρατευτεί και να μην σταματήσει το έργο της αναστήλωσης[32]. Δεν τα καταφέρνουν και ο Όνγκαρο επιστρέφει στο Ηράκλειο το Σεπτέμβριο του 1915 με νέο μηχανικό ως αντικαταστάτη. Δηλώνει στο δημοτικό συμβούλιο ότι ο στόχος του ήταν να σώσει ότι μπορούσε από το αυθεντικό κτίριο και όχι να το κατεδαφίσει και να φτιάξει νέο, όμως το έργο της αναστήλωσης είχε λάβει πλέον πολιτικές διαστάσεις, ενώ σφοδρές επιθέσεις εκτοξεύονταν προς στο δήμαρχο από τους βενιζελικούς αντιπάλους του. Βρισκόμαστε άλλωστε στις αρχές του εθνικού διχασμού.
Παρά τις προσπάθειες και από το δημοτικό συμβούλιο και από τους Ιταλούς το έργο διακόπτεται. Ωστόσο, επειδή το Ιταλικό κράτος πλέον πιέζει αφόρητα μέσω της πρεσβείας στην Αθήνα και του προξενείου στα Χανιά για τη συνέχιση του έργου αποφασίζεται να αναλάβει το ελληνικό κράτος να το φέρει εις πέρας και έτσι το κτίριο περνάει από το δήμο στο ελληνικό δημόσιο. Γίνονται κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες μεταξύ 1917 και 1920 και φτάνουμε στη δεκαετία του τριάντα που ξαναδίνεται στο δήμο, ανοικοδομείται η κατεδαφισμένη οπλαποθήκη και γίνεται δημαρχείο, ενώ το 1938 κατεδαφίζεται το εναπομείναν ισόγειο της Λότζιας με σκοπό να ανοικοδομηθεί και αυτή. Προκύπτει ο πόλεμος, και το κτίριο εν τέλη ανακατασκευάζεται μεταξύ 1962 και 1987.
Στο αρχείο σώζονται πληροφορίες που υπερβαίνουν το χρονικό της αναστήλωσης και σχετίζονται με το ενδιαφέρον και την πολιτική της Ιταλίας και των εκπροσώπων της απέναντι στη βενετική κληρονομιά της Κρήτης. Φαίνεται δηλαδή πώς χρησιμοποιούν το πολιτικό για να συγκροτήσουν τις πολιτισμικές στρατηγικές τους, κάτι που συνέβαινε ήδη με την αρχαιολογική αποστολή, αλλά και την αποστολή Τζερόλα και την καταγραφή των βενετικών μνημείων της Κρήτης. Τόσο ο Αλμπερ όσο και ο Όνγκαρο στις επιστολές τους και μεταξύ τους και προς τους υπουργούς πολιτικοποιούν το έργο τους με εκφράσεις σχετικά με το κύρος της Ιταλίας, δηλώνουν ότι δρουν αποκλειστικά για την τιμή της πατρίδας, ότι το εγχείρημα έχει πολιτικό ενδιαφέρον, αλλά και συνδέοντάς το με την ιστορία της Βενετίας.
Η σημασία που απέδιδε ο Άλμπερ στην αναστήλωση της Λότζιας, αλλά και οι διαφωνίες που πιθανόν υπήρχαν από την ελληνική πλευρά διαφαίνονται σε επιστολή του προς τον συνάδελφό του αρχαιολόγο Ντε Σάνκτις το 1912. Γράφει: «Αυτή η αναστήλωση πρέπει να είναι σαν μια μνημειακή ανάμνηση που αφήνει η Αποστολή μας στους Κρητικούς και από την πλευρά των Κρητικών είναι μια άρνηση του σωβινισμού, με την οποία αποδεικνύουν ότι αποδέχονται ευχαρίστως το συμφιλιωτικό έργο μας».[33] Υπονοεί ότι πρόκειται για δώρο της Ιταλίας προς την Κρήτη, όμως όλα γίνονταν με το αζημίωτο. Επρόκειτο για ένα δάνειο με εξαιρετικά κακούς όρους για το δήμο και πολλά σκοτεινά σημεία. Μία «αποικιοκρατική» σύμβαση σύμφωνα με την οποία οι Ιταλοί μηχανικοί όφειλαν να δίνουν λόγο αποκλειστικά στον Γενικό Διοικητή Κρήτης του οποίου μάλιστα η θητεία έληξε πριν καν ξεκινήσει το έργο, είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων ως προς τις οικονομικές και αισθητικές επιλογές, ενώ ο δήμος δεν είχε κανένα λόγο. Πλήρωνε όμως για όλα: τον υπομηχανικό που άφησε υπεύθυνο ο Όνγκαρο, τους τεχνίτες που στάλθηκαν από την Ιταλία, όλα τα υλικά. Οι μισθοί βέβαια ήταν ανήκουστοι για τα ελληνικά δεδομένα. Ο Όνγκαρο αν και δεν πήρε χρήματα για τα σχέδια της αναστήλωσης, ωστόσο πληρώθηκε αδρά από διάφορα άλλα έργα που ανέλαβε να κάνει επί τη ευκαιρία.
Το αρχείο επίσης μαρτυρά ότι ο εκπρόσωπος του υπουργείου εξωτερικών πρόξενος στα Χανιά Bartolucci έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε όλες τις διαπραγματεύσεις, τόσο για τη σύμβαση όσο και για το δάνειο. Επιπλέον πίεζε συνεχώς ώστε το έργο να παραμείνει αποκλειστικά σε ιταλικά χέρια. Το ίδιο συνέβη και όταν ανέλαβε το έργο η ελληνική κυβέρνηση με πιέσεις του πρέσβη στην Αθήνα De Bosdari.
Από την άλλη, η πνευματική ελίτ του Ηρακλείου, ο Χατζιδάκης, ο Ξανθουδίδης,[34] αλλά και διάφοροι δημοσιογράφοι μέσω του τύπου, όφειλαν να αποδείξουν στους Ιταλούς και τους ευρωπαίους συναδέλφους τους ότι είναι αντάξιοι, και ταυτόχρονα να πείσουν τους συντοπίτες τους, ότι ναι μεν η αποστολή τους ήταν να μεριμνήσουν για τις αρχαιότητες του τόπου τους, όμως έπρεπε να σταθούν και στο ύψος των «πεπολιτισμένων» κρατών που νοιάζονται και μεριμνούν για τα μνημεία. Συνέδεαν βέβαια το έργο με την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό της πόλης. Έπρεπε επομένως να πείσουν ότι το έργο δεν μπορούσε να γίνει από ντόπιους μηχανικούς και μαστόρους, αλλά από τους καλύτερους του είδους που βρίσκονταν στην Ιταλία. Επιπλέον, προσπαθούσαν να εξελληνίσουν το έργο με κάθε τρόπο, βαπτίζοντας π.χ. τον Παλλαδιανό ρυθμό, Ελληνικό. Βρίσκονταν με άλλα λόγια σε μια συνεχή διαπραγμάτευση, τόσο με τους Ιταλούς, όσο και με τους συντοπίτες τους.
Όσον αφορά στους Ιταλούς διανοούμενους (Άλμπερ, Όνγκαρο), η «αποικιοκρατική τους ματιά» είναι εμφανής στις μεταξύ τους επιστολές. Αναπαράγουν όλα τα στερεότυπα περί τεμπελιάς, βρωμιάς, ψευτιάς, ταυτόχρονα ανησυχούν για τα Ιταλοφοβικά αισθήματα στο λαό και προσπαθούν και αυτοί να διαπραγματευτούν εξυψώνοντας την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας όπου μπορούν και κάνοντας υποχωρήσεις όταν τα πράγματα φτάνουν σε αδιέξοδο. Είναι ενδεικτικό ότι όταν ξαναμπαίνουν σε συζητήσεις για το έργο τα χρόνια 1917-1920 δέχονται να αναλάβει Έλληνας μηχανικός το έργο και ο Όνγκαρο να κάνει μόνο την επίβλεψη.
Η Λότζια μετατράπηκε σταδιακά σε σύμβολο μιας διαμάχης η οποία είχε οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και βέβαια πολιτικές προεκτάσεις. Οι λότζιες στα κέντρα των πόλεων ήταν σύμβολα της πολιτικής εξουσίας της Βενετίας. Στη μεγάλη συμβολική αξία που είχαν οφειλόταν και το προσεγμένο σχέδιο και η γλυπτή διακόσμηση της Λότζιας του Χάνδακα. Το κτίριο αναγνωρίστηκε ως το πλέον έξοχο δείγμα αρχιτεκτονικής της αναγέννησης από τους ευρωπαίους αρχαιολόγους ήδη από τα τέλη 19ου. Νεότεροι συμβολισμοί αποκτήθηκαν μέσω των αντιπαραθέσεων του 20ού αιώνα αναφορικά με τη διατήρηση, αναστήλωση και χρήση του. Το κτίριο απέκτησε νέα συμβολική αξία και για τη Βενετία και κατ’ επέκταση για την Ιταλία που σχετίζεται με τις «αποικιακές ευαισθησίες» της στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέσω της Ιταλικής αρχαιολογικής αποστολής με επικεφαλής τον Άλμπερ και το έργο του Τζερόλα, αναγνωρίστηκε το πολιτιστικό κεφάλαιο της Ιταλίας σε κρητικό έδαφος.
Η Λότζια στην πορεία εξελίχθηκε και σε σύμβολο της τοπικής αυτοδιοίκησης και παράλληλα μαζί με τα τείχη και την κρήνη Μοροζίνι εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά τοπόσημα της βενετικής του κληρονομιάς του Ηρακλείου και ας μην έχει πάνω της τίποτα το αυθεντικό. Τα λίγα που σώζονται από αυτήν την προσπάθεια είναι κάποιες από τις μετόπες που λαξεύτηκαν το 1915 από τον βενετό γλύπτη/λιθοξόο Vittorio Barel προκειμένου να αντικαταστήσουν εκείνες που είχαν καταστραφεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια ότι η ανακατασκευασμένη Λότζια που βρίσκεται σήμερα στη θέση της αυθεντικής στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στα σχέδια του αρχιτέκτονα Μαξ Όνγκαρο.
[1] Gerola, Giuseppe, I monumenti Veneti nell’ isola di Creta, (1905: v. I – I2, 1908: v. II, 1917: v. III, 1932: v. IV), Βενετία.
[2] Να σημειώσω εδώ ότι η σύγχρονη έννοια του «μνημείου» που όπως είναι γνωστό γεννήθηκε τον 19ο αιώνα ήταν εξαρχής συνυφασμένη με την έννοια του «εθνικού μνημείου» ως απόδειξη της ενιαίας ταυτότητας του έθνους που έχει το κοινό παρελθόν ως ενοποιητικό στοιχείο. Με αυτή την έννοια, τα βενετικά και οθωμανικά οικοδομήματα δύσκολα μπορούσαν να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των «μνημείων» εκείνη την περίοδο.
[3] Αναφορικά με τη σχέση των κατοίκων των πόλεων της Κρήτης με τα τείχη, πέρα από το θέμα του εκσυγχρονισμού, βλ. Ελευθερία, Ζέη, «“Εντός των τειχών”. Σκέψεις πάνω στην ιδεολογία και το βίωμα της κρητικής πόλης στα νεότερα χρόνια», Κρητικά Χρονικά, 32, 2012, σ. 221-230.
[4] Βλ. Σχετικά, Anagnostopoulos, Aristotelis, From “Tourkopolis” to “Metropolis”: the Creation of Public Space in Early 20th century Iraklio, Crete, doctoral dissertation, University of Kent, UK 2007.
[5] Κατόπη, Σοφία, «Προς ἐξωράισιν τῆς πόλεως καί βελτίωσιν τῆς ὑγείας τῶν κατοίκων: Εκσυγχρονισμός και κατεδαφίσεις μνημείων τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας», στο Βίκυ Φωσκόλου, Χριστίνα Τσιγωνάκη (επιμ.), Τιμητικός τόμος για την ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης Όλγα Γκράτζιου. [υπό δημοσίευση].
[6] Σχετικά με τη διαμόρφωση των νέων ευρωπαϊκών πόλεων βλ. ενδεικτικά, : Pinol, J., Walter, F., Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, 1. Έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 2007 (1η έκδοση στα γαλλικά 2003), σ. 25-34, 100-119, 146-163.
[7] Οι Μεγάλες Δυνάμεις κατέλαβαν την Κρήτη το Φεβρουάριο/Μάρτιο του 1897 και άσκησαν την αποκλειστική διοίκηση μέχρι και τον Ιούνιο 1899. Στις 18/31 Οκτωβρίου 1898 καθόρισαν την οργάνωση της προσωρινής κυβέρνησης που θα διοικούσε μετά την αναχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων το Νοέμβριο 1898 και μέχρι να αναλάβει τη διοίκηση η κρητική κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1899. Έθεσαν μια σειρά γενικών αρχών μέσω των οποίων όφειλαν να κινηθούν οι διοικητές των νομών κατά την σύντομη αυτή περίοδο. Μία από αυτές ανέφερε: «Να μην ληφθεί ουδεμία υποχρέωση, μηδέ να δοθεί ουδεμία παραχώρηση για δημόσια έργα ή για επιχειρήσεις ιδιωτικής βιομηχανίας». Χατζηδάκης, Άρης, «Τα έργα των Ρώσων στο Ρέθυμνο», στο Τρούλης, Μιχάλης, (επιμ.), Η ρωσική παρουσία στο Ρέθυμνο, 1897-1909, Ρέθυμνο 2011, σ. 271-273. Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι η Κρητική Πολιτεία παρέμεινε πλήρως ελεγχόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις και υπό οθωμανική επικυριαρχία για πολύ καιρό μετά τον Ιούλιο 1899 (τουλάχιστον μέχρι το 1909 που αποχώρησαν τα περισσότερα ξένα στρατεύματα από το νησί, αν όχι μέχρι την Ένωση με την Ελλάδα (1913)).
[8] Gerola, οπ. παρ., τ. I2, Βενετία 1905, σ. 411-414.
[9] Στο ίδιο, σ. 460-461.
[10] Παπιομύτογλου, Γ. Ζ. (επιμ.), Ημερήσιες Διατάξεις της Ρωσικής Διοίκησης στο Ρέθυμνο (Οκτώβριος 1898-Ιούλιος 1899), Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης, Ρέθυμνο, σ. 265-266.
[11] Curuni, Spiridione Alessandro και Donati, Lucilla, Creta Veneziana. L’ Istituto Veneto e la Missione Cretese di Giuseppe Gerola. Collezione fotografica (1900-1902), Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Βενετία 1988, σ. 75.
[12] Η αναφορά στην Κρήτη ως «γη της επαγγελίας της αιγαιακής έρευνας» στους Βosanquet, R.C. και Hogarth, D. G., “Archaeology in Greece, 1898-1899”, Journal of Hellenic Studies, 19, (1899), σ. 321. Βλ. και McEnroe, John C., “Cretan questions: politics and archaeology 1898-1913”, στο Yannis Hamilakis (επιμ.), Labyrinth Revisited. Rethinking ‘Minoan’ Archaeology, Oxbow Books, Οξφόρδη 2002, σ. 59-63.
[13] Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Χανιά 21 Ιουνίου 1899, αριθμός Νόμου 24.
[14] Momigliano, Nicoletta, “Federico Halbherr and Arthur Evans: an archaeological correspondence (1894-1917)”, Studi Micenei ed Egeo-Anatolici, XLIV/2, 2002, σ. 266.
[15] Για το τεράστιο αυτό θέμα, το οποίο βέβαια δεν αποτελούσε αποκλειστικό πρόβλημα της Κρήτης, βλ. ενδεικτικά Καλπαξής, Θανάσης Ε., Αρχαιολογία και Πολιτική Ι. Σαμιακά Αρχαιολογικά 1850-1914, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ρέθυμνο 1990, και του ίδιου, Αρχαιολογία και Πολιτική ΙΙ. Η Ανασκαφή του Ναού της Αρτέμιδος (Κέρκυρα 1911), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ρέθυμνο 1993. Μποχώτης, Θανάσης Ν., Ελέγχοντας τον Τόπο του Παρελθόντος: η γερμανική σχέση εξουσίας στις ανασκαφές της Ολυμπίας, 1869-1882, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2015.
[16] Momigliano, οπ. παρ., σ. 268. Βλ. Petricioli, Marta, Archeologia e Mare Nostrum. Le missioni archeologiche nella politica mediterranea dell’Italia (1898-1943), Ρώμη 1990, σ. 3-46.
[17] Οι αρχαιολόγοι της Scuola di Roma, όπου ο Άλμπερ δίδασκε επιγραφική από το 1885 και οι οποίοι είχαν ήδη δουλέψει στην Κρήτη, κινητοποίησαν όλα τα μεγάλα επιστημονικά ινστιτούτα (Lincei, Ακαδημίες του Τορίνο, Νάπολης, Βενετίας), καθώς και το Υπουργείο Δημόσιας Εκπαίδευσης προκειμένου να εξασφαλίσουν πόρους για την Αποστολή. Petricioli, “Federico…”, οπ. παρ., σ. 104. Σχετικά με την οργάνωση της αποστολής, βλ. και Bandini, Giovanna, “Halbherr, Pigorini e la nascita della Missione Archeologica Italiana di Creta”, Creta Antica, 1, 2000, σ. 155-170.
[18] Curuni, Spiridione Alessandro και Donati, Lucilla, οπ. παρ., σ. 39-93. Τσικνάκης, Κώστας Γ., «Η αποστολή του Giuseppe Gerola στην Κρήτη (1900-1902) και η καταγραφή των μνημείων της βενετικής περιόδου», στο Θεοχάρης Δετοράκης και Αλέξης Καλοκαιρινός (επιμ.), Η Τελευταία Φάση του Κρητικού Ζητήματος, Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2001, σ. 561-583.
[19] Βαρουχάκης, Βασίλης, «Ιωσήφ Χατζιδάκης: Η «λυσσώσα αρχαιολογία» της Κρητικής Πολιτείας και οι αντιφάσεις της» στο Σωκράτης Πετμεζάς και Λένα Τζεδάκη-Αποστολάκη (επιμ.), Κυριαρχίες και Συνειδήσεις στην Ανατολική Μεσάογειο [1880-1920], Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2014, σ. 175-199.
[20] La Rosa, Vincenzo, “«Σε ασπάζομαι αδελφικώς»: Επιστολές του Ι. Χατζιδάκι στον F. Halbherr”, Κρητική Εστία, τ. 8, 2000/2001, σ. 49-145, του ίδιου, “«Σε ασπάζομαι αδελφικώς». Επιστολές του Ι. Χατζιδάκι στον F. Halbherr. Γ΄ Ντοκουμέντα και Παραρτήματα”, Κρητική Εστία, τ. 9, 2002, σ. 9-42, του ίδιου, “Federico Halberr: ένας «πολύ ειδικός απεσταλμένος» από την Κρήτη πολλά χρόνια πριν (1884-1930)”, Κρητική Εστία, τ. 10, 2004, σ. 227-262.
[21] Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου, τ. 1, αρ. 15.
[22] Για τη Λότζια του Χάνδακα, βλ. Κατόπη, Σοφία, H Βενετική Λότζια του Χάνδακα: Αρχιτεκτονική και Ιδεολογία, Ηράκλειο 2022, [υπό έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης].
[23] Σπανάκης, Στέργιος Γ., «Η Λόdzα του Ηρακλείου», Κρητικαί Σελίδες, τ. Γ΄, Ηράκλειο 1939, σ. 5-65.
[24] Σχετικά με τον Max Ongaro βλ. Pretelli, Marco, “Massimiliano Ongaro : ingegneria e restauro tra Otto e Novecento” στο Cosmai, Franca, Sorteni, Stefano, (επιμ.), La città degli ingegneri, Marsilio, Βενετία 2005, σ. 169-177, βλ. επίσης το λήμμα του Marco Pretelli στο Dizionario Biografico degli Italiani, τ. 79, 2013.
[25] Petricioli, Marta, “Federico Halbherr fra archeologia e politica”, Creta Antica, 1, 2000, σ. 107.
[26] Τσικνάκης, Κώστας,«Η καταστροφή της loggia του Ηρακλείου το 1904 και οι ιταλικές αντιδράσεις», στο Μ. Κορρές, Σ. Μαμαλούκος, Κ. Ζάμπας, Φ. Μαλλούχου-Tufano (επ.), Ήρως Κτίστης: μνήμη Χαραλάμπου Μπούρα, τ.2, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 2018, σ. 593-601, του ίδιου, “Distruzioni di monumenti veneziani a Creta agli inizi del XX secolo. Una lettera di protesta del 1905”, Thesaurismata 45 (2015), pp. 531-545.
[27] Thomas Renard, “Patrimoine et commémorations dans l’Italie libérale : généalogie de l’exposition régionale de 1911 à Rome”, Mélanges de l’École française de Rome – Italie e Méditerraneé modernes et contemporaines, 125/2, 2013, σ. 341-354.
[28] AA.VV., Guida Ufficiale Illustrata del Padiglione Veneto, / Comitato regionale veneto per le feste commemorative del 1911 in Roma, Alfieri & Lacroix, Μιλάνο 1911, σ. 9.
[29] Πρακτικά Μονίμου Επιτροπής Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου, τ. 9, αριθ. πρακτ. 29/4, 6-8-1911.
[30] Πρακτικά Μονίμου Επιτροπής Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου, τ. 9, αριθ. πρακτ. 38/2, 13/10/1911.
[31] Αχρονολόγητη επιστολή από το αρχείο Loggia di Candia, Soprintendenza per I Beni Ambientali e Architettonici di Venezia. Κατά πάσα πιθανότητα χρονολογείται την άνοιξη του 1912.
[32] Αρχείο Loggia di Candia, οπ. παρ., επιστολή του Max Ongaro προς τον Federico Halbherr, 12/7/1915.
[33] Accame, Silvio, F. Halbherr e G. De Sanctis: Pionieri delle Missioni Archeologichi Italiane a Creta e Cirenaica, (dal carteggio De Sanctis 1909-1932), Istituto Italiano per la Storia Antica, Ρώμη 1984.
[34] Βλ. σχετικά, Ζέη, Ελευθερία, «Τοπική διανόηση, ιστορία και ιστοριογραφία στο Ηράκλειο κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα», Κρητικά Χρονικά, 37, 2017, σ. 267-293.
Η Σοφία Κατόπη είναι ιστορικός τέχνης, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει υπάρξει για πολλά χρόνια συνεργάτιδα του προγράμματος «Δυτική τέχνη στην Κρήτη» στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Από το 2018 συμμετέχει ως Participant Scholar στο workshop του Getty: Μεσογειακά Παλίμψηστα: Συνδέοντας την τέχνη και τις αρχιτεκτονικές ιστορίες των μεσαιωνικών και πρώιμων νεωτερικών πόλεων. Είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών στο ερευνητικό έργο του ERC, RICONTRANS Οπτική κουλτούρα, ευσέβεια και προπαγάνδα: Μεταφορά και υποδοχή ρωσικής θρησκευτικής τέχνης στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο (16ος- αρχές20ου αιώνα). Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντά εστιάζουν στο υλικό αποτύπωμα των διαφόρων σχέσεων εξουσίας στον πολεοδομικό ιστό των αστικών κέντρων του βενετικού κράτους και κυρίως στη χρήση της all’antica αρχιτεκτονικής αναφορικά με τις σχέσεις αυτές. Επιπλέον, διερευνά τις αλλαγές που σημειώθηκαν στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα στις απόψεις και τις συμπεριφορές απέναντι στα βενετικά και οθωμανικά μνημεία.